Πέμπτη 28 Απριλίου 2011

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 13α



13α 
Γύρισε το πρόσωπο προς τον άντρα της και τον κοίταξε βαθειά στα μάτια...
-Τι είναι κορίτσι μου ... τη ρώτησε εκείνος σαν να μην ήξερε, σαν να μην είχε αλλάξει εδώ και μήνες η ζωή τους ..σαν να μην ήθελε να ξέρει.
-Θέλω να μείνω λίγο ακόμα εδώ... Μόνη...Σε παρακαλώ...
-Μείνε... Μου υπόσχεσαι όμως ότι θα έρθεις γρήγορα?
Κούνησε το κεφάλι και σταμάτησε να περπατά... Ο καπετάνιος έπιασε από τους ώμους τον ξάδελφο και προχώρησαν μαζί... Κάτι πήγε να πεί αλλά γύρισε απλά και κοίταξε τη γυναίκα που γύριζε πίσω...
Μόλις είχε κατέβει από το αυτοκίνητο ο Μάρκος και στεκόταν όρθιος περιμένοντάς τους...
Άπλωσε το χέρι προς τον καπετάνιο και το έσφιξε δυνατά χωρίς να πει κάτι... Μπορεί και να ψυθίρησε αλλά ο αέρας πήρε τα λόγια μακρυά και τα σκόρπισε... Μόνο ένα «ευχαριστώ» ακούστηκε...
-Ξάδελφε μπες μέσα να πάμε μαζί μέχρι το σπίτι... Μην κουραστείς περισσότερο..., φώναξε ο Μελέκος ανοίγοντας τη πόρτα του λευκού αυτοκινήτου...
-Σε ευχαριστώ ρε Γιάννη αλλά θα περπατήσω...
-Τότε θα έρθω και εγώ μαζί σου...Μάρκο θα μας ακολουθήσεις?
-Ναι, γιατί όχι...εννοείται...
-Άσε τον άνθρωπο ρε Γιάννη ήρθε λίγες μέρες και θα του φορτώσουμε τη δικιά μας λύπη...πετάχτηκε ο καπετάνιος.
-‘Οχι όχι, μη το ξαναπείς ...Μαζί θα έρθω, απάντησε ο Μάρκος και έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου που είχε μείνει ανοιχτή...
-Εσύ να μείνεις εδώ να περιμένεις τη γυναίκα του καπετάνιου και αν θέλει μετά να την φέρεις στο σπίτι,...είπε στον οδηγό ο Μελέκος και κοίταξε τον ουρανό που είχε σκοτεινιάσει από τα σύννεφα...  
Ο Μιχάλης προχωρούσε μπροστά  και πίσω οι δυό φίλοι... Οι άλλοι συγγενείς και γνωστοί είχαν σκορπίσει...
-Είναι πολύ δυνατός άνθρωπος ο καπετάνιος , μουρμούρησε προς τον Μάρκο, ο Λιμενάρχης...
Τόσα χτυπήματα και αντέχει...Και καλά η θειά μου, μεγάλη γυναίκα ...το άλλο... πως το σηκώνει τέτοιο βάρος...
-Ποιό βάρος ?
-Τι να σου λέω τώρα... Θαλασσοδαρμένος και στη ζωή ο ξάδελφος.. Δυο παιδιά έχασε ..δυο αγγελούδια...
-Τι λες ρε φίλε? Πως? Από τι?
-Στις τελευταίες πλημμύρες ... Άστα σου λέω...Μην τα συζητάς αυτά... Και ο Μιχάλης και η Μυρτώ, η γυναίκα του, απορώ πως στέκονται ακόμα στα πόδια τους... έχουμε μεγάλη δύναμη οι άνθρωποι τελικά ...Πολύ μεγάλη...

Μια αστραπή έσφαξε τον ουρανό στα δυό και ήταν σαν να χτύπησε το Μάρκο κατευθείαν στο μυαλό.. Θόλωσε... έμεινε ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό...
Ο Μελέκος συνέχιζε να μιλά αλλά εκείνος δεν άκουγε... Στηρίχτηκε σε ένα δέντρο...
-Είσαι καλά? Ρε Μάρκο σου μιλάω...
-Ναι...Ζαλίστηκα λίγο... Σε πειράζει να μην έρθω μαζί σας? Να μείνω στο αυτοκίνητο ?
-Όπως θέλεις ..Μείνε και σε φέρνει μετά ο μικρός... Μόνο κάνε μου μια χάρη... Να περιμένετε τη γυναίκα του καπετάνιου... Να την φέρετε μαζί...

Κούνησε μόνο το κεφάλι και κοίταξε τη μικρή πύλη του νεκροταφείου... Οι άλλοι απομακρύνονταν και εκείνος άναψε ένα τσιγάρο και ακούμπησε στο αυτοκίνητο...
-Μυρτώ..., βγήκε αργά και σιγανά από τα χείλη του η λέξη... και την πήρε ο άνεμος...  


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ   

Δευτέρα 4 Απριλίου 2011

Επιστροφή στις θάλασσες και τα πελάγη...

Μετά από 3 χρόνια αποφάσισα να ξαναγράψω...Αν είστε ακόμα εδώ σε λίγες μέρες θα διαβάσετε τη συνέχεια και ελπίζω κάποια στιγμή και το τέλος!
Σας ευχαριστώ για την υπομονή σας!
Στο μεταξύ εδώ θα βρείτε ακόμα όλα τα προηγούμενα κεφάλαια ... Για να θυμηθείτε διαβάστε από την  αρχή!  Το Κεφάλαιο 1 θα το βρείτε στο Αρχείο (2007) ...
Διονύσης Καστόρας

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 12


12


Φυσούσε δυνατά το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Στο κοιμητήριο η οικογένεια του καπετάνιου αποχαιρετούσε τη γιαγιά Γραμματική , λίγα μέτρα πιο πέρα από τα εγγόνια της…
Ο Μάρκος κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά του λιμεναρχείου. Λίγα λεπτά πριν, αναζητώντας τον Μελέκο είχε μάθει το λόγο που το προηγούμενο βράδυ ο φίλος του δεν είχε εμφανιστεί στο ξενοδοχείο.
-Θέλεις να σε πάω συνάδελφε, τον ρώτησε ένας νεαρός λιμενοφύλακας μπαίνοντας στο λευκό υπηρεσιακό αυτοκίνητο.
-Που? Ρώτησε ο Μάρκος..
-Στο νεκροταφείο…Εκεί πάω για να πάρω τον κ Λιμενάρχη..
-Λες?
-Είναι λίγο έξω από τη πόλη…Αν θέλεις έλα για βόλτα…
Κούνησε το κεφάλι του και μπήκε στο αυτοκίνητο. Άφησαν το λιμεναρχείο πίσω τους και χάθηκαν στη τελευταία στροφή του παραλιακού δρόμου με τον αέρα να φυσά δυνατά και να σκορπίζει χαρτιά , φύλλα…
Οι περαστικοί με δυσκολία περπατούσαν, σκυφτοί κόντρα στον άνεμο που έφερνε αλμύρα και κύματα μέχρι τους τοίχους των σπιτιών.
Και ήταν τόσο δυνατός που περνούσε σφυρίζοντας από τα στενά δρομάκια της πόλης , χτυπούσε τις πέτρες του κάστρου , έστριβε και άφηνε τη θαλασσινή αλμύρα έως τα περιβόλια του κάμπου και πιο πέρα ακόμα… μέχρι να τη γευτεί η Μυρτώ ανακατεμένη με τα δάκρυά της που κυλούσαν στα μάγουλα…
Είχε καθίσει πάνω στο μνήμα των παιδιών της και χάιδευε το παγωμένο μάρμαρο όταν ένοιωσε το χέρι του άντρα της να της τυλίγει τους προστατευτικά, τρυφερά , απεγνωσμένα…
Σήκωσε το χέρι της και τον άγγιξε στα δάχτυλα …

Η Ματούλα στεκόταν έξω από το λιμεναρχείο της Πύλου.
Όταν είδε τον Φίλιππο του φώναξε¨..
-Να σου πω νεαρέ…
-Γεια σας, τι κάνετε? …απάντησε με απορία εκείνος.
-Καλά είμαι , που είναι ο προκομμένος ο φίλο σου?
-Ποιος?
-Ο Μάρκος. Που είναι?
-Έχει άδεια … Ταξίδι..
-Αυτά τα ξέρω.. που?
-Δεν ξέρω…αλλά γιατί κυρία Ματούλα?
-Πότε γυρίζει?
-Σε 3-4 μέρες …
-μάλιστα… κουράστηκε και πήρε άδεια να ξεκουραστεί?
-Συμβαίνει κάτι? Είστε λίγο παράξενη…
-Πολλά νεαρέ μου…
-Δηλαδή?
-Κάτσε να έρθει να τα μάθει και θα στα πει και σένα..
Έφυγε ρίχνοντας ένα άγριο βλέμμα και ο Φίλιππος στάθηκε απορημένος να τη κοιτά να απομακρύνεται…

Λίγοι λίγοι, συγγενείς και φίλοι άφηναν πίσω τους το νεκροταφείο. Ο Μιχάλης στεκόταν δίπλα στη Μυρτώ και δεχόταν τα συλλυπητήρια ψιθυρίζοντας «ευχαριστούμε» …
Απαντούσε και για τη γυναίκα του που εξακολουθούσε να κάθεται στο μάρμαρο …
-Μυρτώ μου, σήκω να πάμε σιγά…σιγά … Κάνει και κρύο κορίτσι μου… Θα έρθουν σπίτι οι άλλοι…Δεν παρεξηγούν …
-Καλά σου λέει, συμπλήρωσε ο Μελέκος που στεκόταν δυο βήματα πιο πέρα…
-Θα έρθεις σπίτι ξάδελφε? Τον ρώτησε ο Μιχάλης…
-Περιμένω να έρθουν να με πάρουν από την υπηρεσία , αλλά για να μην περπατάτε ελάτε μαζί μου και πάμε στο σπίτι…
-Θέλω να περπατήσω…ψιθύρισε η Μυρτώ και σηκώθηκε.
-Με τέτοιο αέρα?
-Ναι..
Ο καπετάνιος τον κοίταξε σαν να του έλεγε «άστη θα της κάνει καλό»… αλλά ο Μελέκος επέμενε…
-Σου είπα Γιάννη, του είπε σιγανά η Μυρτώ, θέλω να περπατήσω.. Να με φυσήξει ο άνεμος..
-Όπως θέλεις …θα πάμε όλοι μαζί τότε… Θα διώξω το αυτοκίνητο και περπατάμε όλοι μαζί… Σήκω μέχρι να βγούμε στο δρόμο θα είναι εδώ.. Μη με ψάχνουν κιόλας..


Ο Μιχάλης τη κράτησε από τους ώμους και προχώρησαν… προς τη πέτρινη πύλη του νεκροταφείου… Εκεί που σταματούσε ένα λευκό αμάξι του λιμενικού σώματος…


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ