Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 7



7

Δέκα μήνες μετά…

Μπήκε στο γραφείο του λιμενάρχη …
-Χρειάζομαι λίγες μέρες άδεια…
….Κατέβηκε τα σκαλιά του λιμεναρχείου μαζί με το Φίλιππο… Στάθηκε στην είσοδο…
-Πρέπει να τη δω… να μάθω πως είναι…
-Δεν νομίζω ότι είναι η καλύτερη ιδέα…
-Ίσως…. Να με χρειάζεται…
-Τώρα θα είναι ο άντρας της εκεί… Ύστερα απ’ ότι έγινε…
-Καταλαβαίνεις ότι υποφέρει…
-…δεν έχει προλάβει να σε σκεφτεί… ότι έγινε έγινε… συνέχισε τη ζωή σου Μάρκο…
-…θα πάω..
-είσαι τρελός… ως τι θα εμφανιστείς?
-δεν θα εμφανιστώ… θα τη δω από μακριά.. θα μάθω πως είναι…
Προχώρησαν κουβεντιάζοντας, προς την προβλήτα…
-ρε συ έχεις καταλάβει τι έπαθε η γυναίκα? ΄Έχασε και τα δυο της παιδιά και συ ζητάς έρωτες και περιπέτειες?
-με έχει ανάγκη το ξέρω.. με χρειάζεται…
-έχεις τρελαθεί… τελείωσε… Πέρασε τόσος καιρός…
-θα φύγω απόψε…
-αφού δεν έχει άλλο λεωφορείο για Αθήνα…
-θα πάω στη Καλαμάτα και θα πάρω από εκεί το βραδινό.. και αύριο από το Πειραιά το πλοίο για τη Χίο.. Θα τη βρω.. πρέπει ρε Φιλιππάκο…


Στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε το δρόμο… Ακίνητη, αμίλητη… Στους ώμους της είχε πέσει το μαύρο μαντήλι και πιο πίσω η Γραμματική καθάριζε χόρτα στο τραπέζι…
-Μυρτώ μου… να σου κάνω ένα καφεδάκι?
Δεν απάντησε… Δεν κούνησε ούτε το κεφάλι της…
-Γιατί κορίτσι μου δεν μου μιλάς? Δεν έφταιξα η καημένη…, είπε η γριά γυναίκα και έβαλε τα κλάματα για άλλη μια φορά…
-Τα πρόσεχα Μυρτώ μου… τα πρόσεχα … όσο μπορούσα.. γιατί δεν πνιγόμουνα εγώ η παλιόγρια? Γιατί θεέ μου…?
Γύρισε και την κοίταξε…
Μήνες τώρα η ίδια εικόνα στο σπίτι του καπετάνιου. Οι ζημιές από την καταστροφή είχαν επιδιορθωθεί, έστω πρόχειρα, αν και οι τοίχοι σε πολλά σημεία είχαν ακόμη το χρώμα της λάσπης… Εκείνη δεν μιλούσε πια πολύ, σχεδόν καθόλου … Τα απομεσήμερα τα περνούσε στo κοιμητήριο… Καθόταν ώρες εκεί… Κοιτούσε τις φωτογραφίες , φύτευε λουλούδια σε μικρές γλάστρες και έπαιζε με τα παιχνίδια τους πάνω στο ψυχρό μάρμαρο…
Κάποιες φορές ακουμπούσε το κεφάλι της πάνω στο τάφο σαν να ήθελε να αφουγκραστεί τις καρδιές τους ή το παραμιλητό τους , όπως έκανε όταν έμεναν μαζί της…
Γιατί έτσι έλεγε τώρα η Μυρτώ… όταν αναφερόταν σε αυτά…” τώρα που δεν μένουν πια μαζί μου….”
Ο Μιχάλης την είχε βρει πολλές φορές, αργά το βράδυ να κοιμάται στο …νέο τους σπιτάκι…, πάνω στο μάρμαρο… Άλλες πάλι να τους λέει παραμύθια…”για να κοιμηθούν…Μιχάλη μου…Να μην δουν κακά όνειρα…” Της σκούπιζε τα μάτια, την αγκάλιαζε και σιγά σιγά μαζί κατηφόριζαν για το σπίτι…
-Λες να κρυώνουν απόψε? Κάνει ψύχρα… να τους φέρουμε τα ζακετάκια τους…
-Πάμε καλή μου… πάμε κυρά μου…
Και έφταναν στο σπίτι, και η Γραμματική τους περίμενε στην πόρτα… Σπάνια μιλούσαν πια σαν οικογένεια…
Ο καθένας είχε τις δικές του ενοχές…
“…με έφαγε η θάλασσα… αν ήμουν στο νησί…” , έλεγε ο Μιχάλης κάθε τόσο…
“…δεν μπορούσα να τα σώσω… πάλεψα αλλά δεν τα κατάφερα..”, έλεγε η Γραμματική..
H Μυρτώ δεν μιλούσε… Κρατούσε τις ενοχές για το κουρασμένο της μυαλό…
‘Aλλες βραδιές πάλι, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, κατέβαινε στη πόλη και πήγαινε στις παλιές γειτονιές.. Περνούσε τη πύλη του κάστρου και περπατούσε στα μικρά δρομάκια , ανάμεσα στα χαμόσπιτα με τους πλούσιους κήπους, τους γεμάτους αγιόκλημα, γιασεμί…και παιδικές φωνές που σαν λάμψεις διαπερνούσαν τις μάντρες και τη ψυχή της.
Έπαιζαν κρυφτό και κυνηγιόντουσαν και εκείνη έκρυβε καλά στη καρδιά και στο μυαλό τον Ανδρέα και την Άννα… Βαθιά να μην τα βρει κανείς… Και όταν έφτανε στην άκρη του κάστρου, πάνω από τη θάλασσα, ψιθύριζε <πορτοκάλι> και εκείνα έβγαιναν και έτρεχαν γύρω της και πάνω στις πολεμίστρες , έως πέρα μακριά.. πάνω στα κύματα!
Και ύστερα έκλαιγε.. και έπιανε βροχή… και αυτή κοίταζε τον ουρανό σαν να του ζητούσε να ξεπλύνει τις ενοχές της …



Σαν να περίμενε τα δάκρυά της να τα φέρουν τα κύματα στα βράχια του Ναβαρίνου, στεκόταν και εκείνος στον ‘Έβδομο… Την ώρα που ερωτεύονται ουρανός και θάλασσα… Και άκουγε το κλάμα της μαζί τον αέρα και ένοιωθε την αύρα της, θλιμμένη, να έρχεται από το πέλαγος…
Και ύστερα έκλαιγε… και έπιανε βροχή….


Ο καπετάνιος έμπαινε στο καφενείο του λιμανιού, με κεφάλι σκυφτό και πρόσωπο σκαμμένο… Ότι δεν κατάφερε η θάλασσα τόσα χρόνια το είχε κάνει ο ουρανός σε μια νύχτα…
-Ναυάγησα, έλεγε στους φίλους που του γέμιζαν το ποτήρι… και ακουμπούσαν τη ψυχή του και ένοιωθαν τα κύματά της να χτυπάνε στο μυαλό…
-Κουράγιο ρε Μιχάλη…
-Ναυάγησα…ξανάλεγε, άδειαζε το ποτήρι και έπαιρνε το δρόμο του…
Έφτανε στο σπίτι με βήματα βαριά … ‘Έτσι έφτασε και εκείνο το βράδυ, την ώρα που η μάνα του έβαζε το φαΐ στο τραπέζι…
-Θα φύγω, τις είπε…
Γύρισαν και τον κοίταξαν …
-Να φας πρώτα, είπε η Γραμματική , κάνοντας πως δεν κατάλαβε…
-Στη θάλασσα μάνα.., απάντησε εκείνος και κοίταξε τη Μυρτώ…
….-Πρέπει να συνεχίσουμε τη ζωή μας… να δουλέψω… με το να κάθομαι στο νησί δεν αλλάζει κάτι…
-Τι θα κάνουμε μόνες μας?
-ότι κάνατε πάντα… ότι κάναμε όλοι μας πάντα…
-άσε με μένα… τούτη τη δύστυχη δεν τη λυπάσαι? Δεν την βλέπεις?
-Να πας…, βγήκε σιγά η φωνή της και το ξανάπε…<να πας!>
-κόρη μου τρελάθηκες…δεν είναι όπως πριν…
-τίποτα δεν θα είναι όπως πριν μάνα… να πάει όμως…
-θα με απαλύνει η θάλασσα κυρά Γραμματική…
Κάθισε η γριά γυναίκα και στήριξε το κεφάλι της στο χέρι… Έσπρωξε από μπροστά της το πιάτο και σκούπισε με τη χούφτα το τραπέζι…
-Εσύ ξέρεις…
-Ξέρω… γι΄ αυτό θα φύγω… έχω ειδοποιήσει την εταιρία… περιμένω μπάρκο..
-Να θυμάσαι ότι η θάλασσα θα σε φάει… σαν το πατέρα σου..
-μην αρχίζεις τέτοιες κουβέντες να χαρείς…
-ότι χάρηκα…χάρηκα…
-μάνα σε παρακαλώ…
-μιλάς σαν να μη ξέρεις τη θάλασσα…
-…ενώ εσύ που ξέρεις τη στεριά…
Πάγωσε η Γραμματική…Τον κοίταξε στα μάτια…Εκείνος δάγκωσε τα χείλη και ψιθύρισε “συγνώμη”… Το είπε ξανά, λίγο πριν η μάνα του βγει από το δωμάτιο με σκυμμένο το κεφάλι…


Φόρτωναν βαλίτσες στο λεωφορείο και ένας άνδρας φώναζε δυνατά με βαριά φωνή “… για Αθήνα αριστερά… Καλαμάτα, Μεγαλόπολη, Τρίπολη, Άργος, Κόρινθος …δεξιά…άντε γρήγορα…αργήσαμε…”
Βοηθούσε με νευρικές κινήσεις ,τους επιβάτες να βάλουν στο λεωφορείο τις αποσκευές τους… και νευρίαζε μάλιστα όταν τον ρωτούσαν για όλα αυτά που φώναζε τόση ώρα πριν…
Ο Μάρκος είχε καθίσει σε μια θέση , στο πίσω μέρος…δίπλα στο παράθυρο… και κοιτούσε τον αχθοφόρο που πάλευε να εξηγεί και να φορτώνει…


Δίπλωσε αργά τα ρούχα των παιδιών, και τα άφησε σε μικρές στοίβες πάνω στο κρεβάτι… Δίπλα και τα παιχνίδια τους…Τα άγγιζε κάθε τόσο και ύστερα τα μύριζε… Και έβλεπε τις εικόνες τους, να τρέχουν και να παίζουν στο σπίτι και την αυλή! Διάφανες εικόνες αλλά με ήχους δυνατούς και φωνές και τραγούδια και κλάματα… Μαζί και οι δικοί της λυγμοί, άλλοτε σιωπηροί, άλλοτε δυνατοί σαν να την έπνιγαν και ήθελε να ανασάνει…
-Κλάψε κορίτσι μου…, την παρότρυνε η Γραμματική που στεκόταν σε μια γωνιά του δωματίου με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στο στόμα της…
Τα χέρια του καπετάνιου τράβηξαν αργά, πίσω τη γριά γυναίκα. Πλησίασε και στάθηκε πάνω από τη Μυρτώ. Την άγγιξε απαλά στον ώμο…
-Θέλεις να περπατήσουμε? Μέχρι τη θάλασσα, όπως παλιά…
Τον κοίταξε σκουπίζοντας τα μάτια της…
-…και ύστερα θα σταματήσουμε στο λιμάνι για ένα ουζάκι.. Όπως παλιά Μυρτώ..
-Ο κόσμος γιε μου…, πετάχτηκε η μάνα του…
-...δεν πονάει περισσότερο μάνα…, την έκοψε εκείνος.
Σήκωσε τη γυναίκα του από το κρεβάτι και με φωνή δυνατή της ζήτησε να ντυθεί… Εκείνη δεν μίλησε, μόνο τον κοίταξε βαθιά στα μάτια… Μπορούσε ακόμα να διαβάζει τη ψυχή του…
-Τι λες , πάμε? … της είπε εκείνος και ύστερα από πολύ καιρό χαμογέλασε…


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ