Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 6



6


Στο γραφείο δίπλα από μια στοίβα χαρτιά υπήρχε ζεστός καφές…
Έγραφε συνεχώς και συμπλήρωνε καταστάσεις…
Ο Φίλιππος στεκόταν στο απέναντι γραφείο…
-Δεν φάνηκες χθες το βράδυ…Σε περιμέναμε μαζί με τους άλλους…
-Κοιμήθηκα…ήμουν πτώμα…έπεσα από νωρίς… πως περάσατε?
-μια χαρά…αλλά εσύ φαντάζομαι καλύτερα…
-..ναι, ξεκουράστηκα…
-δεν λέω αυτό…
-τότε πες αυτό που θέλεις ρε Φίλιππε…
-σας είδαν…
Σηκώθηκε από το γραφείο, σπρώχνοντας στην άκρη τους φακέλους και τα χαρτιά…
-ποιους?
-ποιους ή ποιοι ? εσένα και εκείνη…στον Έβδομο…
-Ποιος σου του είπε?
-..το κουβέντιαζαν το βράδυ στο καφενείο…
-ποιοι?
-τι ποιοι ρε? Πολύ θέλει…σας πήραν μάτι στο φρούριο και έγινε βούκινο…
-τη ξεναγούσα..
-και τη φιλούσες…
Τον άρπαξε από το γιακά της στολής…
-σιγά ρε φίλε… μην αρπάζεσαι…ωραίος φίλος είσαι…αντί να μου τα πεις νευριάζεις…ο Φίλιππος είμαι ρε…τι φοβάσαι?
Κατέβασε αργά το χέρι από πάνω του και τον χτύπησε σιγά στον ώμο…
-συγνώμη… τα έχω παίξει λίγο
-λίγο είναι αυτό ?
-πολύ…πάρα πολύ…
-και αυτή ? παντρεμένη δεν είναι?
-ναι… αυτό ήταν ….αύριο θα φύγει…
-και εσύ…
-εγώ …εγώ… θα τη θυμάμαι…
-ερωτεύτηκες?
-αγάπησα…
-κι η Κατερίνα…?
-σου είπα…αύριο θα φύγει και όλα θα είναι όπως πρώτα…
-μακάρι…
Τους διέκοψε η φωνή ενός συναδέλφου τους…μπήκε στο γραφείο βιαστικός…
-Ακούσατε ραδιόφωνο?
-τέτοια ώρα τέτοια λόγια…τι έγινε ρε συ?
-Κατακλυσμός στη Χίο… ολόκληρα χωριά σκεπάστηκαν από λάσπη… Πνίγηκε κόσμος…
-Έλα ρε πότε?…ρώτησε ο Φίλιππος.
-το βράδυ…κατακλυσμός σου λέει… έχει έρθει και ένα σήμα από το λιμεναρχείο Χίου… και πρέπει να το προωθήσουμε στο Μπάρι…για το Αφροδίτη ΙΙ…
-Γιατί?…ρώτησε ο Μάρκος…
-πνίγηκαν τα παιδιά του…
Τον έσπρωξε και βγήκε έξω…
-Τι έπαθε ρε?
-ξέρει αυτός, είπε ο Φίλιππος και φώναξε…-Μάρκο…
Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες του λιμεναρχείου…Στην είσοδο στάθηκε…Σκέφτηκε λίγο και σκούπισε τον ιδρώτα στο πρόσωπό του…

Το λεωφορείο άφηνε πίσω του τη Πύλο…Ανέβαινε αγκομαχώντας τις στροφές και η Μυρτώ είχε γείρει το κεφάλι της στο τζάμι… Έβλεπε πίσω της την πόλη σαν να ήταν η τελευταία φορά… Τα μάτια της θόλωναν από τα δάκρυα και το τζάμι από τα χνώτα της… Τράβηξε μια γραμμή με το δάχτυλό της και είδε τη θάλασσα μέσα της πιο καθαρά… Τον άκουσε…
<Κοίτα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου είναι το Ιόνιο… Και εκείνα τα βράχια είναι η Σφαχτηρία…Όταν πέφτει ο ήλιος είναι που οι άνθρωποι ζηλεύουν… Τότε θάλασσα και ουρανός γίνονται ένα… και ο ήλιος σβήνει σιγά το φως για να μην τους βλέπουμε…Γιατί εκείνη ντρέπεται και κοκκινίζει…> Έκλεισε τα μάτια της…
Βρήκε τη Ματούλα στην είσοδο…
-καλώς τον…
-η Μυρ.. η κυρία Μαρή εδώ είναι? Έτρεμε η φωνή του και ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπο του…
-Έφυγε παλικάρι μου..
-τι …έφυγε?? Πότε?
-με των 9… τι τρέχει?
Είδε η Ματούλα στα μάτια του τον τρόμο … Αυτός δεν μίλησε… Έμεινε ακίνητος για λίγο…
-τι τρέχει?
-πρέπει να την προλάβω..
-….κάτι κακό?
Δεν απάντησε…έφυγε και η γυναίκα έμεινε να τον κοιτάει να τρέχει..
Έφτασε στο λιμεναρχείο ,πήρε τη μηχανή και χάθηκε σαν αστραπή…
Χτυπούσε ο αέρας το πρόσωπο και έτσουζαν τα μάτια του… Το λεωφορείο απομακρυνόταν από τη Πύλο αλλά η μηχανή το πλησίαζε…Το είδε από μακριά να στρίβει και πάτησε το γκάζι περισσότερο…


Η θάλασσα ήταν ήρεμη… Λίγο έξω από το Μπάρι το πλοίο ακολουθούσε τη ρότα του… Και η ζωή τη δικιά της…
Στη γέφυρα στεκόταν ο Μιχάλης και έδινε σε κάποιο δόκιμο τις τελευταίες οδηγίες για το ταξίδι… Ρωτούσε αν όλα ήταν εντάξει στο φορτίο και στις προμήθειες και ζήτησε να συγκεντρωθεί το πλήρωμα στο κατάστρωμα…
Ο ασυρματιστής του έδωσε το σήμα…
-αργότερα Βαγγέλη, αν δεν είναι σπουδαίο…, του είπε και πήρε τα κιάλια..
-είναι καπετάνιε… απάντησε εκείνος με σφιγμένα χείλη…
-τι έγινε ρε και έχασες το χρώμα σου?
Πήρε το χαρτί στο χέρι, το κοίταξε και άπλωσε το χέρι του στη λαμαρίνα… για να στηριχτεί… Εκεί στήριξε και το κεφάλι του… Ένας –ένας οι ναύτες και οι άλλοι συγκεντρώνονταν στη γέφυρα…
-όρθιος καπετάνιε, ακούστηκε δυνατά μια φωνή … και ύστερα σιωπή…
Μόνο οι μηχανές ακούγονταν… Και μια κραυγή…που έφτασε μέχρι κάτω στα αμπάρια και μέχρι πάνω στα σύννεφα…


Από το τζάμι κοιτούσε τα σύννεφα που είχαν αρχίσει να σκουραίνουν… Το λεωφορείο συνέχιζε το ταξίδι του και εκείνη το δικό της… Κατέβασε το βλέμμα απότομα και τον είδε στη μηχανή να κάνει νόημα στον οδηγό… Ταράχτηκε… Έκλεισε με τη χούφτα το στόμα της την ώρα που το λεωφορείο σταμάτησε…
Άκουγε τη φωνή του να απευθύνεται στον οδηγό και μετά να την φωνάζει…
Προχώρησε δειλά κάτω από τα βλέμματα όλων και κατέβηκε στο δρόμο…
Ο οδηγός την κοιτούσε συνέχεια και οι άλλοι είχαν κολλήσει τα πρόσωπά τους στα τζάμια…
Έμεινε ακίνητη μπροστά του…Την κοιτούσε μέσα στα μάτια…
-δεν έπρεπε να το κάνεις…, ψιθύρισε…
Την κοιτούσε χωρίς να μιλάει… Σφράγισαν τα χείλη του… Δεν έβγαιναν οι λέξεις… Ίσα που ανέπνεε…
-αντίο…, του είπε εκείνη και γύρισε στο λεωφορείο… που ξεκίνησε αμέσως…
Ο Μάρκος έμεινε εκεί.. Στην άκρη του δρόμου… Ακίνητος κοιτούσε μπροστά ακόμη και όταν το λεωφορείο δεν φαινόταν πια…
Έγειρε πάνω στο τιμόνι…


Εγειρε το κορμί της στα κάγκελα του πλοίου… Φυσούσε ένα παγωμένο αεράκι και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει… Στο βάθος έλαμπαν τα φώτα του Πειραιά και τα μάτια της έτσουζαν από την αρμύρα… Τα σκούπισε με μια απαλή κίνηση των δακτύλων της και ύστερα τυλίχτηκε με το παλτό της…
Ελάχιστοι άνθρωποι στο κατάστρωμα χάζευαν τη θάλασσα και κάποιοι άλλοι είχαν ξαπλώσει σε παγκάκια και καρέκλες…
Κοίταξε τον ουρανό… Χωρίς αστέρια και φεγγάρι πλάκωνε τη σκέψη της… Ένοιωσε το κορμί της να παγώνει και τύλιξε τα χέρια γύρω της… Δυνάμωναν ο αέρας και οι ενοχές…
Παγωμένες και αυτές νέκρωναν το μυαλό που αδυνατούσε να σκεφτεί και να βάλει μια τάξη σε όσα θυμόταν και σε όσα ήθελε να ξεχάσει…
Σκεπασμένη με ένα μαντήλι γαλάζιο, στο κεφάλι, στάθηκε δίπλα της μια γυναίκα … Γύρω στα 45… με ένα τσιγάρο στο χέρι.
Κοιτούσε και εκείνη τον Πειραιά που χανόταν … Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν στο ίδιο κύμα…
-Καλησπέρα σας… Της μίλησε. Ήθελε να μιλήσει κάπου…
-Καλησπέρα … μόνη ταξιδεύετε?
-Μόνη…
-και εγώ… με λένε Ευρυδίκη…
-Μυρτώ.. χάρηκα!
-πηγαίνετε Μυτιλήνη?
-όχι.. στη Χίο…εκεί μένω…
-θα κατέβετε πρώτη…
Κούνησε τo κεφάλι καταφατικά και πήρε το τσιγάρο που της προσέφερε η γυναίκα…
-αν δεν έχετε φάει, μπορούμε να φάμε μαζί… δυο γυναίκες έχουν πάντα πολλά να πουν σε ένα μεγάλο ταξίδι… Χαμογέλασε και άναψε το τσιγάρο… με βοήθεια γιατί είχε αρχίσει να φυσάει και χρειάστηκαν πολλές προσπάθειες για να κρατηθεί η φλόγα στον αναπτήρα.


Είχε να αντιμετωπίσει την Κατερίνα… Τον περίμενε έξω από το σπίτι και οι ερωτήσεις της ήταν πιεστικές…
-Σου είπα είχα δουλειά…
-τι δουλειά Μάρκο?
-υπηρεσία…
-που?
-τι που? Στο γήπεδο… τι ερωτήσεις είναι αυτές?
-σε είδαν με μια ξένη… μου το είπαν…
-ακριβώς… γυναίκα καπετάνιου και τη ξενάγησα στο κάστρο… μου το ζήτησε ο λιμενάρχης … εντάξει…?
-γιατί δεν σε πιστεύω?
-γιατί δεν θέλεις να με πιστέψεις… το μυαλό σου φτιάχνει ιστορίες…
-το γράμμα το πήρες?
-ποιο γράμμα? Α ναι.. ναι…
-και?
-Κατερίνα θα τα πούμε αύριο… πρέπει να φύγεις τώρα… είμαι κουρασμένος…
Θυμήθηκε το γράμμα… Στην τσέπη του έμεινε χωρίς να το διαβάσει… Έβαλε ένα ποτήρι νερό και έβγαλε το πουκάμισό του χωρίς να μιλήσει…
-θέλεις να φύγω?
-είμαι κουρασμένος… αύριο ξυπνάω νωρίς.. περιμένουμε πλοία…
-καλά…
Δεν είπε τίποτα άλλο… Προχώρησε στην πόρτα, φόρεσε το παλτό της και έφυγε…
Ο Μάρκος έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού , που ήταν πεταμένο σε μια καρέκλα το φάκελο… Τον κοίταξε… και τον άφησε στο τραπέζι χωρίς να τον ανοίξει…
Άναψε τσιγάρο και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού… Το χέρι του άγγιξε το τσαλακωμένο σεντόνι.. Μύρισε την παλάμη του… Το άρωμά της ήταν εκεί…
Πήρε μια βαθιά ανάσα… και κράτησε την αναπνοή του… λες και έκανε μακροβούτι…
Σκέπασε με τα χέρια του το πρόσωπό του … Έμεινε έτσι λίγα δευτερόλεπτα … Κατέβασε τις παλάμες του απότομα στο κρεβάτι και άφησε το σώμα του να πέσει πίσω… Ακίνητος κοιτούσε το ταβάνι… για ώρα… μπορεί και για όλη τη νύχτα…



Περνούσε η ώρα αργά , ο αέρας δυνάμωνε , το πλοίο κουνούσε και εκείνες μιλούσαν στο σαλόνι, με τα πόδια πάνω στον καναπέ και σκεπασμένες με τα παλτά τους … Ποτέ κανείς δεν έμαθε τι είπαν… Μιλούσαν μέχρι αργά τα ξημερώματα και λίγο πριν μπει το πλοίο στο λιμάνι της Χίου, τις πήρε ο ύπνος …

Μύριζε το χώμα και η λάσπη στο νησί, μόλις πάτησε τα πόδια της… Στα χέρια η μικρή βαλίτσα και γύρω της ματιές που τη κοιτούσαν περίεργα, απροσδιόριστα… Σαν να ήξεραν όλοι, σαν να είχαν ταξιδέψει τα νέα από το ένα άκρο της Ελλάδας στο άλλο και την περίμεναν τώρα να τη δικάσουν… Κοίταζε χαμηλά και βάδιζε αργά, αγωνιούσε μη συναντήσει γνωστό και τρύπωσε στα στενά πάνω από το λιμάνι..
Μικρός ο κόσμος και ο δικός της μια σταλιά γέμιζε από τ’ απροσδιόριστα βλέμματα των περαστικών… Σιγοψιθύριζαν στο πέρασμά της αλλά κανείς δεν της μιλούσε…
Ένοιωθε τις ενοχές να τη πνίγουν και τις ματιές των άλλων να τη καρφώνουν μέχρι να βγει αίμα…
-Μυρτώ…, άκουσε τη φωνή μιας γυναίκας … Πήρε βαθιά ανάσα , γύρισε και χαμογέλασε αμήχανα…
Η γυναίκα τη πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά…
-Κορίτσι μου… υπομονή, της ψιθύρισε ….


Εκεί στο πλακόστρωτο του στενού δρόμου δικάστηκε και καταδικάστηκε…
Η βαλίτσα έπεσε από τα χέρια της και οι δυο γυναίκες έμειναν εκεί, ακίνητες και αγκαλιασμένες σφιχτά…
Τις κοίταζαν από τα γύρω μπαλκόνια , να στέκονται στη μέση του δρόμου… και είδαν τη μια να σωριάζεται κάτω και την άλλη να προσπαθεί να τη κρατήσει καλώντας σε βοήθεια…
Μαζεύτηκε κόσμος και όλοι σιγοψιθύριζαν και ρωτούσε ο ένας τον άλλον…
-Δεν το ‘χε μάθει η καημένη… Δεν το ήξερε…


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ