1
…Η γεύση του κρασιού ήταν στυφή!
Όπως και τα συναισθήματά τους, εκείνο το βραδάκι , στην άκρη του λιμανιού.
Το πλοίο μόλις είχε φύγει για τον Πειραιά φορτωμένο με φαντάρους και φορτηγά.
Είχε λίγη συννεφιά και ο θόρυβος των μηχανών σκέπαζε λόγια, σκέψεις και τη μουσική του διπλανού καφενείου.
Ότι δεν έπρεπε να ακουστεί, όσα δεν έπρεπε να βγουν από τα χείλη τους τα σκέπαζε η βοή των ανθρώπων που είχαν κατέβει στο λιμάνι για να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους… Οι δυό τους, λίγα μέτρα πιο πέρα παρέμεναν στο τραπέζι με δυο ποτήρια κρασί και χείλη σφιχτά. Το πλοίο είχε απομακρυνθεί και ο θόρυβος των μηχανών έσβηνε σιγά σιγά!
-Αύριο θα είμαι και εγώ μέσα …, της είπε και εκείνη γύρισε το κεφάλι προς τη θάλασσα ψάχνοντας με το βλέμμα της το καράβι που χανόταν μακριά.
Σαν να μην άκουσε, σαν να ήθελε να μην ακούσει…
-Το ήξερες…από την αρχή σου το είχα πει…, της είπε ξανά και ήπιε μια γουλιά κρασί στυφό…
Δίπλα τους περνούσαν ξένοι και γνωστοί…
-Φεύγεις αύριο ρε Μιχάλη?
Γύρισαν και οι δύο και κοίταξαν …
-Ναι.. αύριο το βράδυ…
-Τελευταίο κρασάκι μαζί, ε?
Τελευταίο κρασάκι …Τον κοίταξε με βλέμμα καρφωμένο στα μάτια του , σαν να περίμενε την απάντηση…
-Ναι ..το τελευταίο κρασί…
Σαν από αδέξια κίνηση, το δικό της ποτήρι έπεσε στο τσιμέντο…
Κύλησε το κόκκινο κρασί ως τη θάλασσα και τα γυαλιά άστραφταν από μια αχτίδα του ήλιου που πετάχτηκε μέσα από τα σύννεφα.
-Συγνώμη…είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι.
-Δεν έγινε τίποτα θα μας φέρουν άλλο..
-…καλύτερα όχι…ήταν το τελευταίο…Ας φύγουμε κάνει και ψύχρα…θα πιάσει και βροχή…μαζεύτηκαν πολλά σύννεφα…
Άρχισε να βρέχει λίγο αργότερα, πριν προλάβουν να μπουν στο σπίτι…
Εκείνο το φθινόπωρο ήταν βαρύ στο νησί…Βιαζόταν ο χειμώνας και οι μέρες υγρές χτυπούσαν στο κόκαλο.
Εκείνη ήξερε από τους Χιώτικους χειμώνες…Δέκα χρόνια τώρα ζει εκεί και τους έμαθε καλά…
Έρχονται νωρίς …
-Έτσι είναι οι καπεταναίοι, της έλεγε η πεθερά της κάθε λίγο και λιγάκι…, ταξιδεύουν όλο το χρόνο και εμείς περιμένουμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά τους…
-Τα δικά μου παιδιά θέλω να έχουν και πατέρα . Εδώ.
-Να μην έπαιρνες ναυτικό…
-Εκείνος με πήρε…
-Όπως και να’χει τώρα θα μείνεις εδώ και να προσέχεις…Δεν θέλουν πολύ οι Χιώτες να μας κρεμάσουν κουδούνια…
Και έμεινε…και έβλεπε τους χειμώνες να περνούν από τη ψυχή της και το κορμί της…και κάθε βροχή να τρυπά βαθιά τα κόκαλά της…
Εκείνη η μπόρα δεν έλεγε να σταματήσει…Το λεωφορείο βόγκαγε να ανέβει τις στροφές και μύριζε μούχλα και εμετό…
Είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο τζάμι και τα χνώτα της έμεναν στο γυαλί …
Η γυναίκα στο διπλανό κάθισμα τσίμπαγε ψωμί και κάθε τόσο τη κοιτούσε…
-Στη Καλαμάτα πάτε?
-Όχι στη Πύλο…
-..ναυτικός ο άντρας σας?
Κούνησε το κεφάλι με απορία…
-…όλες οι γυναίκες ναυτικών περνάνε από εκεί…από πού είστε?
-Από τη Χίο…έρχεται αύριο το βράδυ…Δεν θα μείνει όμως…μόνο δυο μέρες στη Πύλο. .Θα ξαναφύγουν αμέσως…ποιος ξέρει για πού…
-εγώ είχα πάει στη κόρη μου, στην Αθήνα. .Σπουδάζει εκεί φαρμακοποιός…Μένω στη Γιάλοβα, κοντά στη Πύλο είναι…Έχεις ξαναπάει?
-Όχι …Όχι. ..πρώτη φορά.
Πρώτη φορά έκανε μόνη ένα τόσο μεγάλο ταξίδι…Δεκαπέντε και... ώρες στο πλοίο και τώρα πάνω από οχτώ στο λεωφορείο…
Ατέλειωτο φαινόταν το ταξίδι και η βροχή όλο δυνάμωνε…
Μόνο οι αστραπές φώτιζαν και έβλεπε γύρω τα βουνά και τις χαράδρες…Ο δρόμος μακρύς και δύσκολος και το λεωφορείο χόρευε στις λακκούβες…Η μυρωδιά ανυπόφορη…το ίδιο και η διπλανή που δεν σταματούσε να μιλάει…
Ρωτούσε για όλα…Για το νησί, το σόι, τη μαστίχα, τα απέναντι τουρκικά χωριά…
-Χρόνια θέλω να έρθω…να προσκυνήσω τον Άγιο Ραφαήλ…
-…ναι, μπορείτε αν έρθετε να κατεβείτε και στη Μυτιλήνη για τον Άγιο…
-Πάντα τα μπέρδευα αυτά τα νησα…εσείς ποιον άγιο έχετε?
-Αγία.. Την αγία Μαρκέλλα…
-καλή είναι?
-ποια?
-..λέω, κάνει θαύματα?
-… κάνει.. .όποτε θέλει…
-έχω πάει και στη Τήνο, πριν τρία χρόνια…Είχα τάξει…
Δεν σταματούσε να μιλάει…Δεν την άκουγε πια…κοιτούσε πάντα έξω και μετρούσε τις βρόχινες γραμμές στο τζάμι…Χανόταν στην υγρασία της νύχτας και έκανε κύκλους στα χνώτα της…Αυτό το έκανε από παιδί…Πάντα όταν έβρεχε…Έγραφε στα τζάμια και ζωγράφιζε με το δάχτυλο…και μετά τα θάμπωνε ξανά και ξανά…Και έσβηνε και έγραφε, ξανά και ξανά…
Ο θόρυβος του λεωφορείου και της βροχής σκέπαζαν τη φωνή της γυναίκας που μίλαγε συνέχεια …
-…με 8 μποφόρ γυρίσαμε…και έταξα πάλι να φτάσουμε ζωντανοί και να ξαναπάω στη Τήνο…Ακόμη δεν αξιώθηκα…Εσύ?
Την κοίταξε, δεν καταλάβαινε.
-Λέω, έχεις πάει?
-όχι…Έτσι το είπε, μήπως και σταματούσε. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να κοιμηθεί ακουμπώντας στο παράθυρο που έτρεμε…
-Ξύπνα καλέ φτάσαμε…Του έδωσες και κατάλαβε…Που θα μείνεις?
Κατέβηκε και βγήκε στο δρόμο. Έτρεξε γρήγορα μέσα στο σταθμό που δεν ήταν πάρα ένα μικρό καφενείο…Πλησίαζαν μεσάνυχτα και η καταιγίδα δυνάμωνε…Της φάνηκε πιο άγρια από τις καταιγίδες του νησιού… Έβγαλε από την τσάντα της ένα μαντήλι και σκούπισε το βρεγμένο πρόσωπό της…
Η γυναίκα του διπλανού καθίσματος έπινε πιο πέρα νερό και κάποιοι έπαιζαν χαρτιά σε ένα τραπεζάκι στο βάθος.
Κατάλαβε ότι την κοίταζαν, ότι την επεξεργάζονταν για να μπορούν να την περιγράψουν το πρωί σε φίλους και γνωστούς…
-Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό, παρακαλώ!
-Από Αθήνα ήρθατε?
-Ναι. .ευχαριστώ…
Πήρε το ποτήρι από τα χέρια τού, γύρω στα πενήντα , άνδρα που καθόταν πίσω από ένα πάγκο…
-Κατάγεστε από τα μέρη μας?
-Όχι.. όχι…
-Γυναίκα ναυτικού τότε.. ε?
-Μόνο γυναίκες ναυτικών έρχονται εδώ?
-..ε τέτοια εποχή, για τουρισμό θα ερχόσαστε?
-Ξέρετε που είναι το…,ξεδιπλώνει ένα χαρτάκι και διαβάζει…, <τριών ναυάρχων>?
-Καλά το είπα . Καπετάνισσα…Εκεί μένετε όλες.. Στην άκρη της πλατείας! Πάνω από το φαρμακείο. Έχετε κλείσει δωμάτιο?
-Ευχαριστώ…
-Να σας δώσω μια ομπρέλα…θα γίνετε μούσκεμα..
-Δεν πειράζει…βρεγμένη είμαι…
-μου τη φέρνεις αύριο καλέ…μη πάθεις καμία πνευμονία…
-όχι, ευχαριστώ…
-Ακατάδεκτοι εσείς οι Αθηναίοι…αν θέλεις πάντως η ομπρ…
-Καληνύχτα. Ευχαριστώ!
Την ώρα που έκλεινε πίσω της την πόρτα του καφενείου τον άκουσε να σχολιάζει αλλά δεν κατάλαβε…
Δεν έδωσε σημασία και βγήκε στη βροχή…Στα χέρια της μια μικρή βαλίτσα και τα πόδια της σε μια λακκούβα με νερά…Πέρασε τρέχοντας απέναντι…στη πλατεία.
Στα αριστερά της ένα μεγάλο κτίριο! Μια παλιά ξύλινη πράσινη πόρτα έγραφε <ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΝ> και από πάνω μια μεγάλη πινακίδα…Διάβασε… <ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΥΠΝΟΥ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΝΑΥΑΡΧΟΙ>.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
…Η γεύση του κρασιού ήταν στυφή!
Όπως και τα συναισθήματά τους, εκείνο το βραδάκι , στην άκρη του λιμανιού.
Το πλοίο μόλις είχε φύγει για τον Πειραιά φορτωμένο με φαντάρους και φορτηγά.
Είχε λίγη συννεφιά και ο θόρυβος των μηχανών σκέπαζε λόγια, σκέψεις και τη μουσική του διπλανού καφενείου.
Ότι δεν έπρεπε να ακουστεί, όσα δεν έπρεπε να βγουν από τα χείλη τους τα σκέπαζε η βοή των ανθρώπων που είχαν κατέβει στο λιμάνι για να αποχαιρετήσουν τους δικούς τους… Οι δυό τους, λίγα μέτρα πιο πέρα παρέμεναν στο τραπέζι με δυο ποτήρια κρασί και χείλη σφιχτά. Το πλοίο είχε απομακρυνθεί και ο θόρυβος των μηχανών έσβηνε σιγά σιγά!
-Αύριο θα είμαι και εγώ μέσα …, της είπε και εκείνη γύρισε το κεφάλι προς τη θάλασσα ψάχνοντας με το βλέμμα της το καράβι που χανόταν μακριά.
Σαν να μην άκουσε, σαν να ήθελε να μην ακούσει…
-Το ήξερες…από την αρχή σου το είχα πει…, της είπε ξανά και ήπιε μια γουλιά κρασί στυφό…
Δίπλα τους περνούσαν ξένοι και γνωστοί…
-Φεύγεις αύριο ρε Μιχάλη?
Γύρισαν και οι δύο και κοίταξαν …
-Ναι.. αύριο το βράδυ…
-Τελευταίο κρασάκι μαζί, ε?
Τελευταίο κρασάκι …Τον κοίταξε με βλέμμα καρφωμένο στα μάτια του , σαν να περίμενε την απάντηση…
-Ναι ..το τελευταίο κρασί…
Σαν από αδέξια κίνηση, το δικό της ποτήρι έπεσε στο τσιμέντο…
Κύλησε το κόκκινο κρασί ως τη θάλασσα και τα γυαλιά άστραφταν από μια αχτίδα του ήλιου που πετάχτηκε μέσα από τα σύννεφα.
-Συγνώμη…είπε και σηκώθηκε από το τραπέζι.
-Δεν έγινε τίποτα θα μας φέρουν άλλο..
-…καλύτερα όχι…ήταν το τελευταίο…Ας φύγουμε κάνει και ψύχρα…θα πιάσει και βροχή…μαζεύτηκαν πολλά σύννεφα…
Άρχισε να βρέχει λίγο αργότερα, πριν προλάβουν να μπουν στο σπίτι…
Εκείνο το φθινόπωρο ήταν βαρύ στο νησί…Βιαζόταν ο χειμώνας και οι μέρες υγρές χτυπούσαν στο κόκαλο.
Εκείνη ήξερε από τους Χιώτικους χειμώνες…Δέκα χρόνια τώρα ζει εκεί και τους έμαθε καλά…
Έρχονται νωρίς …
-Έτσι είναι οι καπεταναίοι, της έλεγε η πεθερά της κάθε λίγο και λιγάκι…, ταξιδεύουν όλο το χρόνο και εμείς περιμένουμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά τους…
-Τα δικά μου παιδιά θέλω να έχουν και πατέρα . Εδώ.
-Να μην έπαιρνες ναυτικό…
-Εκείνος με πήρε…
-Όπως και να’χει τώρα θα μείνεις εδώ και να προσέχεις…Δεν θέλουν πολύ οι Χιώτες να μας κρεμάσουν κουδούνια…
Και έμεινε…και έβλεπε τους χειμώνες να περνούν από τη ψυχή της και το κορμί της…και κάθε βροχή να τρυπά βαθιά τα κόκαλά της…
Εκείνη η μπόρα δεν έλεγε να σταματήσει…Το λεωφορείο βόγκαγε να ανέβει τις στροφές και μύριζε μούχλα και εμετό…
Είχε κολλήσει το πρόσωπό της στο τζάμι και τα χνώτα της έμεναν στο γυαλί …
Η γυναίκα στο διπλανό κάθισμα τσίμπαγε ψωμί και κάθε τόσο τη κοιτούσε…
-Στη Καλαμάτα πάτε?
-Όχι στη Πύλο…
-..ναυτικός ο άντρας σας?
Κούνησε το κεφάλι με απορία…
-…όλες οι γυναίκες ναυτικών περνάνε από εκεί…από πού είστε?
-Από τη Χίο…έρχεται αύριο το βράδυ…Δεν θα μείνει όμως…μόνο δυο μέρες στη Πύλο. .Θα ξαναφύγουν αμέσως…ποιος ξέρει για πού…
-εγώ είχα πάει στη κόρη μου, στην Αθήνα. .Σπουδάζει εκεί φαρμακοποιός…Μένω στη Γιάλοβα, κοντά στη Πύλο είναι…Έχεις ξαναπάει?
-Όχι …Όχι. ..πρώτη φορά.
Πρώτη φορά έκανε μόνη ένα τόσο μεγάλο ταξίδι…Δεκαπέντε και... ώρες στο πλοίο και τώρα πάνω από οχτώ στο λεωφορείο…
Ατέλειωτο φαινόταν το ταξίδι και η βροχή όλο δυνάμωνε…
Μόνο οι αστραπές φώτιζαν και έβλεπε γύρω τα βουνά και τις χαράδρες…Ο δρόμος μακρύς και δύσκολος και το λεωφορείο χόρευε στις λακκούβες…Η μυρωδιά ανυπόφορη…το ίδιο και η διπλανή που δεν σταματούσε να μιλάει…
Ρωτούσε για όλα…Για το νησί, το σόι, τη μαστίχα, τα απέναντι τουρκικά χωριά…
-Χρόνια θέλω να έρθω…να προσκυνήσω τον Άγιο Ραφαήλ…
-…ναι, μπορείτε αν έρθετε να κατεβείτε και στη Μυτιλήνη για τον Άγιο…
-Πάντα τα μπέρδευα αυτά τα νησα…εσείς ποιον άγιο έχετε?
-Αγία.. Την αγία Μαρκέλλα…
-καλή είναι?
-ποια?
-..λέω, κάνει θαύματα?
-… κάνει.. .όποτε θέλει…
-έχω πάει και στη Τήνο, πριν τρία χρόνια…Είχα τάξει…
Δεν σταματούσε να μιλάει…Δεν την άκουγε πια…κοιτούσε πάντα έξω και μετρούσε τις βρόχινες γραμμές στο τζάμι…Χανόταν στην υγρασία της νύχτας και έκανε κύκλους στα χνώτα της…Αυτό το έκανε από παιδί…Πάντα όταν έβρεχε…Έγραφε στα τζάμια και ζωγράφιζε με το δάχτυλο…και μετά τα θάμπωνε ξανά και ξανά…Και έσβηνε και έγραφε, ξανά και ξανά…
Ο θόρυβος του λεωφορείου και της βροχής σκέπαζαν τη φωνή της γυναίκας που μίλαγε συνέχεια …
-…με 8 μποφόρ γυρίσαμε…και έταξα πάλι να φτάσουμε ζωντανοί και να ξαναπάω στη Τήνο…Ακόμη δεν αξιώθηκα…Εσύ?
Την κοίταξε, δεν καταλάβαινε.
-Λέω, έχεις πάει?
-όχι…Έτσι το είπε, μήπως και σταματούσε. Έκλεισε τα μάτια και προσπάθησε να κοιμηθεί ακουμπώντας στο παράθυρο που έτρεμε…
-Ξύπνα καλέ φτάσαμε…Του έδωσες και κατάλαβε…Που θα μείνεις?
Κατέβηκε και βγήκε στο δρόμο. Έτρεξε γρήγορα μέσα στο σταθμό που δεν ήταν πάρα ένα μικρό καφενείο…Πλησίαζαν μεσάνυχτα και η καταιγίδα δυνάμωνε…Της φάνηκε πιο άγρια από τις καταιγίδες του νησιού… Έβγαλε από την τσάντα της ένα μαντήλι και σκούπισε το βρεγμένο πρόσωπό της…
Η γυναίκα του διπλανού καθίσματος έπινε πιο πέρα νερό και κάποιοι έπαιζαν χαρτιά σε ένα τραπεζάκι στο βάθος.
Κατάλαβε ότι την κοίταζαν, ότι την επεξεργάζονταν για να μπορούν να την περιγράψουν το πρωί σε φίλους και γνωστούς…
-Μπορώ να έχω ένα ποτήρι νερό, παρακαλώ!
-Από Αθήνα ήρθατε?
-Ναι. .ευχαριστώ…
Πήρε το ποτήρι από τα χέρια τού, γύρω στα πενήντα , άνδρα που καθόταν πίσω από ένα πάγκο…
-Κατάγεστε από τα μέρη μας?
-Όχι.. όχι…
-Γυναίκα ναυτικού τότε.. ε?
-Μόνο γυναίκες ναυτικών έρχονται εδώ?
-..ε τέτοια εποχή, για τουρισμό θα ερχόσαστε?
-Ξέρετε που είναι το…,ξεδιπλώνει ένα χαρτάκι και διαβάζει…, <τριών ναυάρχων>?
-Καλά το είπα . Καπετάνισσα…Εκεί μένετε όλες.. Στην άκρη της πλατείας! Πάνω από το φαρμακείο. Έχετε κλείσει δωμάτιο?
-Ευχαριστώ…
-Να σας δώσω μια ομπρέλα…θα γίνετε μούσκεμα..
-Δεν πειράζει…βρεγμένη είμαι…
-μου τη φέρνεις αύριο καλέ…μη πάθεις καμία πνευμονία…
-όχι, ευχαριστώ…
-Ακατάδεκτοι εσείς οι Αθηναίοι…αν θέλεις πάντως η ομπρ…
-Καληνύχτα. Ευχαριστώ!
Την ώρα που έκλεινε πίσω της την πόρτα του καφενείου τον άκουσε να σχολιάζει αλλά δεν κατάλαβε…
Δεν έδωσε σημασία και βγήκε στη βροχή…Στα χέρια της μια μικρή βαλίτσα και τα πόδια της σε μια λακκούβα με νερά…Πέρασε τρέχοντας απέναντι…στη πλατεία.
Στα αριστερά της ένα μεγάλο κτίριο! Μια παλιά ξύλινη πράσινη πόρτα έγραφε <ΦΑΡΜΑΚΕΙΟΝ> και από πάνω μια μεγάλη πινακίδα…Διάβασε… <ΞΕΝΟΔΟΧΕΙΟΝ ΥΠΝΟΥ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΝΑΥΑΡΧΟΙ>.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ