Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2007

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 2




2

Δεν είχαν ύπνο και η γιαγιά τους δεινοπάθησε να τα βάλει στο κρεβάτι. Έλυσε τα μαλλιά της και μπήκε στο δωμάτιο να ρίξει μια τελευταία ματιά στα εγγόνια της…
Κοιμόντουσαν του καλού καιρού…Τα σκέπασε καλά, τα σταύρωσε , έβγαλε έναν μικρό αναστεναγμό και πήγε στη κουζίνα…Καθάριζε αργά ένα πορτοκάλι όταν χτύπησε η πόρτα. Τρόμαξε. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.
-Ποιος είναι?
-Γραμματική, η Ελένη είμαι…
-Συμφορά μου…τι έγινε τέτοια ώρα?
Άνοιξε τη πόρτα όλο αγωνία και η γειτόνισσά της μπήκε αναστατωμένη.
-Τι έγινε μωρή Ελένη?
-Έλα γρήγορα η γριά μας άφησε…
-Τέτοια ώρα?
-Έχουν ώρα αυτά ρε Γραμματική?
-…Δεν ξέρω τι λέω…Πώς να έρθω? Που να τα αφήσω τα παιδιά μόνα τους? Βλέπεις λείπει η μάνα τους! Πάει στη Πύλο, έρχεται ο Μιχάλης…
-…Για δυό λεπτά μέχρι να έρθει καμία άλλη…Τι να κάνω μόνη μου?
-Καλά τράβα κι έρχομαι…να ρίξω κάτι πάνω μου.. Τράβα…
Βγήκε μετά από λίγο, αφού σκέπασε με ένα μαντήλι το κεφάλι της…Έκλεισε πίσω της τη πόρτα, σιγά μη ξυπνήσει τα παιδιά.


Άνοιξε τη πόρτα του δωματίου…Τακτοποιημένο, καθαρό με μια παλιά αρχοντιά που αρωμάτιζε..
Κοίταξε γύρω, άφησε τη βαλίτσα της και το παλτό στην άκρη και πήγε στο παράθυρο.
Έβρεχε πιο σιγά τώρα και στους δρόμους δεν περνούσε ψυχή.
Τα φώτα λιγοστά και τα μάτια της κουρασμένα προσπαθούσαν να διακρίνουν κάποια σκιά να κινείται στο σκοτάδι…
Έβγαλε λίγα ρούχα από την βαλίτσα και τα άπλωσε στο κρεβάτι…Με μία πετσέτα σκούπισε τα μαλλιά της…Σαν να μην άντεχε άλλο τη βροχή…Την υγρασία στο κορμί και στη ψυχή…
Καρφώθηκε ξανά το βλέμμα στο βρεγμένο δρόμο και στα πανύψηλα δέντρα της πλατείας…
Έβαλε το παλτό της και κατέβηκε μια μεγάλη σκάλα…έως την είσοδο.
Η βροχή είχε σταματήσει και τα βήματα της την έφτασαν στο δρόμο…
Περπατούσε χωρίς να ξέρει που πάει…Σαν να την οδηγούσε η μυρωδιά της θάλασσας , έφτασε στην άκρη της παραλίας…Κοίταξε δύο μεγάλους φοίνικες δεξιά και αριστερά από σκαλοπάτια που έβρεχε το κύμα…Φυσούσε δυνατά και η αλμύρα έδερνε το κορμί της. Τύλιξε τα χέρια στο σώμα της και έστρεψε το κεφάλι προς τον ουρανό…Σαν να ήθελε να σηκωθεί και να χαθεί στο μαύρο του…Ένας κεραυνός την κράτησε στη γη…και ένα κύμα !
Γύρισε το κεφάλι πίσω φοβισμένη…Ήταν εκεί, μόνη… σαν να ψάχνει τα 35 χρόνια της στον αφρό!
Προχωρούσε άκρη στο δρόμο, δίπλα στη θάλασσα σαν να περίμενε ότι θα την άρπαζε έτσι μανιασμένη που τη κοιτούσε…
-Που πας ρε κοπελιά με τέτοιο καιρό?
Ήταν μια φωνή άντρα από την άλλη μεριά του δρόμου…Σκεπασμένος με αδιάβροχο μαύρο δεν άφηνε να φανεί το πρόσωπό του…
-Το…το λιμεναρχείο που είναι?
-Λίγο πιο πέρα…Μόλις στρίψεις αριστερά…Θα το δεις! Μην πηγαίνεις όμως άκρη άκρη… Η θάλασσα δεν αστειεύεται …δεν είναι για βόλτες τέτοια νύχτα…


-Καλησπέρα…
Ήταν τόσο απασχολημένος σε κάτι χαρτιά που δεν την άκουσε.
Το ξαναείπε, ύστερα από μια μικρή παύση…
-…καλησπέρα…
Την κοίταξε με απότομη κίνηση του βλέμματος…
-Καλησπέρα σας…
-ο κύριος λιμενάρχης?
-…
-είστε ο κύριος…λιμενάρχης?
-όχι! Όχι! Περάστε και με συγχωρείτε…
-….
Δεν μίλησε!
-Τέτοια ώρα μόνο εγώ υπάρχω εδώ…Είστε καλά?
-…..ναι , λίγο ταλαιπωρημένη από το ταξίδι…
-και βρεγμένη…
-βρέχει…
-Σας ακούω… είμαι ο αξιωματικός υπηρεσίας…
-…
-Καθίστε… καθίστε! Απόψε ήρθατε?
-Με το λεωφορείο…μεγάλο ταξίδι.
-και?
Και τίποτα…Δεν ήθελε τίποτα να πει…Σαν να ξέχασε, σαν να μην ήθελε να θυμάται…Τον κοίταξε και…
-σίγουρα είστε καλά?
-καλά είμαι…ευχαριστώ.. πρόκειται για τον άντρα μου…
-τον …άντρα σας?
-είναι καπετάνιος και πρόκειται να έρθει το πλοίο του…αύριο…εδώ.
-τώρα κατάλαβα…ποιο πλοίο?
-το ‘Αφροδίτη ΙΙ’…
-…ναι το περιμένουμε αύριο το μεσημέρι.
Άνοιξε έναν φάκελο και διάβαζε…
-Είστε η κυρία…
-…Μαρή..
-..ναι το βλέπω…Πλοίαρχος Μιχαήλ Μαρής…Αύριο φτάνει το πλοίο…
-Ευχαριστώ…
Σηκώθηκε από τη καρέκλα της σαν να βιαζόταν να φύγει…
-Από πού ήρθατε αν επιτρέπεται…
-Από τη Χίο…
-Έχετε δίκιο…πολύ μεγάλο ταξίδι…λοιπόν.
-….
-Νωρίτερα πέρασε και μια άλλη κυρία με ένα παιδάκι…Είναι από τη Σάμο , σύζυγος του ασυρματιστή, στο ίδιο πλοίο…
-…Ευχαριστώ πολύ…
-θα σας δώσω μια ομπρέλα γιατί η βροχή ξανάρχισε και μέχρι το ξενοδοχείο θα…
-…και πάλι ευχαριστώ…δεν θα άντεχα άλλη βροχή…
-…σε ξενοδοχείο δεν μένετε?
-…ναι , στη πλατεία…
-ξέρω, ξέρω…κατάλαβα!
-την ομπρέλα θα σας την επιστρέψω αύριο…
-..αν βρέχει πάλι κρατήστε τη…εύχομαι πάντως να είναι καλός ο καιρός αύριο…
-…καληνύχτα και…ευχαριστώ!
-…καληνύχτα!
Έφτασε στη πόρτα νοιώθοντας το βλέμμα του…Ακουγόταν μόνο η βροχή …
-Μισό λεπτό…
Γύρισε σαν να τρόμαξε από ακόμη ένα κεραυνό…
-Με λένε Μάρκο..
Κούνησε το κεφάλι με ένα μικρό χαμόγελο και έφυγε…Βγήκε στη βροχή, άνοιξε την ομπρέλα και ένοιωθε πάντα τα ίδια μάτια καρφωμένα πάνω της…
Χαμήλωσε την ομπρέλα, έσφιξε τις χούφτες της και σήκωσε το κεφάλι σαν να ήθελε και πάλι να χαθεί στο μαύρο του ουρανού…
Είδε το φωτισμένο παράθυρο και έφτασε στην άκρη του βλέμματος…
Μια αστραπή τη φόβισε και κοίταξε κάτω…Λάσπη.
Μόλις άνοιξε τα μάτια της ένοιωσε πάλι εκείνο το βλέμμα και πετάχτηκε από το κρεβάτι τρομαγμένη…
Ήταν μόνη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου …Έριξε μια ματιά από το παράθυρο…Δεν έβρεχε και ο ήλιος φώτιζε πίσω από τα σύννεφα.
Κάτω στο δρόμο κόσμος πήγαινε και ερχόταν και στη πλατεία, γύρω από τα τεράστια πλατάνια έτρεχαν παιδιά…Κοίταξε το ρολόι της…Κόντευε μεσημέρι…

-Το σήμα ήρθε νωρίς το πρωί κ Λιμενάρχα! Έμειναν στο Μπάρι λόγω απαγορευτικού …
-Μάθε από Ιταλία πότε αναμένεται να αναχωρήσουν και αν θα έρθουν από εδώ τελικά…
-Μάλιστα.
-Τη νύχτα είχαμε τίποτα?
-Όχι…Όλα ήσυχα…Ούτε βάρκα δεν βούλιαξε…παρά τον αέρα!
-Καλά…θα πάω στο δήμαρχο , με έχει καλέσει για φαγητό…
-Θα σας ενημερώσω…
-Ο Μάρκος που είναι?
-Έχει ρεπό σήμερα , ήταν όλη νύχτα εδώ…
-Καλώς. .Γεια χαρά!
-Γεια σας!
Κατέβηκε τις σκάλες, έβαλε το καπέλο του και στην είσοδο λίγο έλειψε να πέσει πάνω της.
-Καλημέρα σας!
-Καλημέρα.
-Μπορώ να σας εξυπηρετήσω?
-Θα ήθελα τον κ λιμενάρχη..
-Εγώ είμαι…παρακαλώ.
-Πρόκειται για το ‘Αφροδίτη ΙΙ’…είναι ο σύζυγος μου…
-Δεν θα έρθει σήμερα…Έμειναν στην Ιταλία…Ο άσχημος καιρός βλέπετε κυρία μου…
-Αύριο?
-Τι να σας πω? Ίσως αργότερα έχουμε κάποιο σήμα…Ήρθατε από μακριά?
-Πολύ.. .από τη Χίο.
-Με τη θάλασσα δεν μπορεί να κλείσει κανείς ραντεβού! Καλημέρα σας! Καλή Κυριακή!



ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ