Παρασκευή 26 Οκτωβρίου 2007

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 3


3

Ήταν Κυριακή και το είχε ξεχάσει… Γι’ αυτό τόσα παιδιά στη πλατεία και τόσο καλοντυμένοι όλοι…
Έμεινε για λίγο ακίνητη και μετά βάδισε προς το μόλο!
Χάζευε από μακριά τη πόλη και τους ψαράδες που από το πρωί έτρεξαν να δουν τις βάρκες τους, ύστερα από τη νυχτερινή θεομηνία!
Κάθισε σε ένα παγκάκι δίπλα στο φάρο…
-Καλημέρα!
Το βλέμμα.
-Καλημέρα…Έχω την ομπρέλα σας στο ξενοδοχείο…Αν περιμένετε λίγο θα σας τη φέρω…
-Το γρηγορότερο…Δεν είναι δυνατόν να καθυστερήσετε κι άλλο! Έπρεπε να το είχατε κάνει, μόλις είδατε ότι δεν βρέχει σήμερα!
-Είμαι απαράδεκτη…άργησα να ξυπνήσω και…
-…και?
-Θα σας τη φέρω αμέσως…
Της γέλασε… Εκείνη όχι…
-…Μην τρομάζετε…κρατήστε τη , γιατί μπορεί να σας χρειαστεί.. Και αύριο εδώ δεν θα είστε?
-Μάλλον.. αλλά δεν είναι σωστό…
-Δεν σας τη χάρισα…
-….
-Πάντα τόσα πολλά λέτε?
-Τι εννοείτε?
-Μιλάτε πολύ και με κουράσατε..
Τώρα ήταν η σειρά της να χαμογελάσει…
-Λιγότερο από εσάς πάντως…
-Όταν τρώω μιλάω λιγότερο…
-Καλή όρεξη! Θα αφήσω την ομπρέλα σας στο λιμεναρχείο…
-Μισό λεπτό…
-Καλημέρα
-…Η μέρα είναι καλή…γιατί να μην γίνει πιο καλή για σας…
-Για μένα?
-Ναι! Θα βαρεθείτε μόνη σας…Τι θα κάνετε όλη μέρα?
-Βόλτες! Θα δω τη Πύλο…
-Ενοχές?
-Για ποιο πράγμα?
-Που μιλάτε τόση ώρα με έναν άγνωστο…
-Γι’ αυτό αφήστε με να φύγω…
-Δεν σας κρατάω με το ζόρι…
-Αυτό έλειπε…
-Ακριβώς. .Ξέρω τι σας λείπει…
-Δεν σας επιτρέπω…
-Ούτε εγώ το επιτρέπω σε μένα…να αφήσω μια κυρία σε ξένο μέρος μόνη. .Κυριακή μεσημέρι..
Είναι θέμα ευγενείας
Χαμογέλασε πάλι.
-Ευχαριστώ αλλά…δεν είναι σωστό Μάρκο…
-Θυμάσαι το όνομά μου…
-Γεια σου…
Έφυγε τρέχοντας. Εκείνος έμεινε πίσω ακίνητος. Δίπλα στο φάρο!
-Εγώ ποιο όνομα να θυμάμαι? της φώναξε..
-Κυρία Μαρή! του φώναξε.



Έβγαλε από τον φούρνο το ταψί και πιάνοντάς το με βρεγμένα πανιά το άφησε στο τραπέζι της κουζίνας.
Τα παιδιά έπαιζαν στην αυλή κάτω από τον χειμωνιάτικο ήλιο! Τα κοίταξε από τη πόρτα, σκούπισε τα χέρια της και σαν να τα μάλωνε γλυκά τους είπε:
-Ελάτε να φάτε…Μην αργείτε γιατί θέλω να πάω στη κηδεία…
Εκείνα με πειράγματα και γέλια έτρεξαν μέσα…Έβαλε φαΐ σε δύο πιάτα…
-Πότε θα έρθει η μαμά?
-Αύριο μεθαύριο…φάτε τώρα…
-Θα έρθει και ο μπαμπάς?
-ποιος ξέρει…φάτε και μετά να καθίσετε να διαβάσετε…όχι όλο παιχνίδι…κάνει και κρύο, μη κρυώσετε τώρα που λείπει η μάνα σας…
Κοίταξε από το μικρό παράθυρο …έτσι σαν να έψαχνε κάτι…
-γιαγιά …γιαγιά…, είπε η μικρή.
-τι είναι?
-να έρθω μαζί σου?
-που? Είσαι με τα καλά σου? Δεν πάνε τα παιδιά στις κηδείες…
-η Βενετούλα πήγε…
-…στου πατέρα της.. Φάτε…τι κουβέντες είναι αυτές.. Μη χειρότερα… κυριακάτικα..
Στάθηκε και πάλι στο παράθυρο.. Έριξε το μαύρο μαντήλι στο κεφάλι, τράβηξε τη κουρτίνα , έκοψε δυό φέτες ψωμί , κάτι ψιθύρισε και έφυγε…
-φρόνιμα!…τους φώναξε.



Βγήκε στο μικρό μπαλκόνι του δωματίου…Κοίταξε γύρω της και αισθάνθηκε πεινασμένη…Είχε να φάει πάνω από μια μέρα…Από το πλοίο όταν ταξίδευε για τον Πειραιά!
Κλείδωσε και κατέβηκε στην είσοδο… Σκέφτηκε να ρωτήσει τη γυναίκα που ήταν εκεί που θα μπορούσε να πάει για φαγητό αλλά απλά χαιρέτησε…κουνώντας το κεφάλι.
Θα περπατούσε και κάπου θα έβρισκε κάποιο εστιατόριο…

Η παρέα, όλοι άντρες, έδειχνε ιδιαίτερα εύθυμη και άδειαζε τα ούζα σαν νερό!
Δίπλα στη θάλασσα , σε μια μικρή ταβέρνα που έπαιζε δυνατά μουσική!
Οι ευχές και τα τσουγκρίσματα , τα γέλια και οι φωνές ξεσήκωναν τη παραλία…
Κάποιοι άλλοι με γυναίκες και παιδιά έτρωγαν στα άλλα τραπέζια …
Τι κι αν έκανε ψύχρα ο χειμωνιάτικος ήλιος της Κυριακής θέλει τραπεζάκια έξω και ούζα πολλά ούζα με ψαράδικους μεζέδες!
-Να σαι καλά ρε Τάσο που έβγαλες τραπέζια έξω…
-εεε! Μετά τη βροχή όλοι θέλουμε να βγαίνουμε έξω…σαν τα σαλιγκάρια!!
-Μετά λέω να πάμε στο γήπεδο, είπε ένας από την παρέα…
-καλή ιδέα…να περάσει και η ώρα …άντε στην υγειά μας, απάντησε ένας άλλος!
-εγώ λέω να πάω για ύπνο…ήμουν όλη τη νύχτα υπηρεσία…και τα ούζα με νύσταξαν!
Έπιασε με το πιρούνι ένα κομμάτι χταπόδι και γέμισε ξανά τα ποτήρια…
-Νυστάζεις- νυστάζεις αλλά το κατεβάζουμε Μαρκούλη…
-Το θέλει ο ήλιος…
Κι έπιναν και έτρωγαν και γέλαγαν και διαφωνούσαν για τη μπάλα και σχολίαζαν όσους περνούσαν…
Πέρασε και εκείνη χωρίς να τον δει! Προχώρησε μέσα στη ταβέρνα και κάθισε στο βάθος.
Την κοιτούσε που μίλαγε με το γκαρσόνι , που έτρωγε μια μπουκιά ψωμί και έπινε μια γουλιά κρασί!
Μηχανικά άκουγε τους άλλους ώσπου…
-Ποια είναι αυτή ρε?
-Αθηναία δείχνει…
-Μπα…την έχετε ξαναδεί?
-Μια γυναίκα μόνη, να τρώει έξω κυριακάτικα ξένη θα’ναι…
-…και ωραία μάλιστα!
Εκείνος δεν μίλησε…
Σήκωσε το ποτήρι με το ανέρωτο ούζο τη κοίταξε και το κατέβασε όλο! Άσπρο πάτο!
-Σιγά ρε συ! Την έφαγες με τα μάτια!…του είπε κάποιος από τη παρέα.
-Ποια είναι τη ξέρεις?…ρώτησε ένας άλλος.
-Ναι.. ήρθε στο λιμεναρχείο τη νύχτα…Από την Ικαρία είναι…Περίμενε τον αδελφό της, αλλά το πλοίο άλλαξε πορεία…
-πωωω!!! Τέτοιο ταξίδι τζάμπα ρε?
-έτσι είναι αυτά. .δεν ρωτάει η θάλασσα!
-…μπορεί να βρει και τη τύχη της εδώ…, είπε ο άλλος και χαμογέλασε πονηρά…
-…σε είδε…παραλίγο να της πέσει το ποτήρι ρε! Καλά λέω!…όπα της γυάλισες της γκόμενας…
-…έλα…έλα! Κόψτε τις μαλακίες… ξαναγέμισε τα ποτήρια και τα ήπιαν μέχρι σταγόνα. Με τη μία…

Εκείνη σηκώθηκε και πήγε να πληρώσει…Δεν είχε προλάβει να φάει καλά καλά…
-Δεν έφαγες ρε κοπελιά…δεν σου άρεσε?…
-πολύ καλό ήταν…αλλά χόρτασα…ευχαριστώ.
Βγήκε γρήγορα από τη ταβέρνα, πέρασε δίπλα τους αλλά δεν μίλησε… Το βήμα της γινόταν γρήγορο καθώς απομακρυνόταν από τη παραλία αλλά λίγο πριν στρίψει τη γωνία στάθηκε…Γύρισε και κοίταξε πίσω της…Τον είδε από μακριά να την κοιτάει…με το ίδιο βλέμμα…Έστριψε και χάθηκε…
Πίσω η παρέα χαμογελούσε…
-δεν πήρες στιγμή τα μάτια σου από πάνω της…
-κόψε τις μαλακίες σου είπα…
-εγώ λέω μαλακίες…
-αφού καρφωθήκατε…ρε!
-άντε γαμήσου!.. Πάμε γήπεδο?
-φύγαμε…Τάσο.. .έλα να πληρώσουμε ρε…

Μπήκε στο δωμάτιο και έγειρε το κορμί της στην πόρτα που έκλεισε πίσω της δυνατά… Σαν να φοβήθηκε τη στιγμή.. Εκείνη πού γύρισε και κοίταξε πίσω της …Σαν τη γυναίκα του Λωτ… Ένιωσε να γίνεται άγαλμα! Να πέτρωσε εκεί στην γωνία της παραλίας…
Δεν μπορούσε να κάνει βήμα…Ούτε μέχρι το κρεβάτι για να αφήσει το παλτό, που έπεσε στα πόδια της…εκεί μπροστά στη πόρτα!
Σαν σε μια στιγμή, εκείνη τη στιγμή , να τα ξέχασε όλα…Το όνομά της, τον τόπο της, το χθες, το αύριο…
-Δεν έπρεπε…δεν έπρεπε… ψιθύρισε.
Πήρε από τα πόδια της το παλτό και κατέβηκε τις σκάλες.
Στην είσοδο η ίδια γυναίκα πίσω από τον πάγκο με τα κλειδιά των δωματίων.
Της μίλησε χωρίς δεύτερη σκέψη… Ήθελε να μιλήσει να νοιώσει αυτό που ήταν και πριν Σύζυγος και μάνα.
-Είστε καλά..
-Καλά...εσείς…δεν ήρθε το πλοίο ε?
Όλα τα ήξερε…Η ναυτιλιακή εταιρία του Μιχάλη, άλλωστε, είχε κλείσει το δωμάτιο…
-…όχι!
-…συμβαίνουν αυτά! Τι σας είπαν στο λιμεναρχείο? Πότε θα έρθει?
-Ούτε και αυτοί ξέρουν…Αύριο θα πάω πάλι…να δω!
Για πρώτη φορά από την περασμένη νύχτα δεν θέλησε να φύγει .! Ακόμη και οι ερωτήσεις την ευχαριστούσαν… Ήταν σαν τη γυναίκα του ξενοδοχείου…Ίσως και αυτή να είχε παιδιά…
-Παιδιά έχετε?
-Δύο…ένα αγόρι, ένα κορίτσι…
-Εσείς?
-Τρία…Ο μεγάλος τελειώνει φέτος το Γυμνάσιο! Οι μικρές έχουν καιρό…Τα δικά σας… μικρά ,φαντάζομαι…
-ναι…απάντησε με χαμόγελο,… η μεγάλη είναι 8 και ο μικρός 6…ζιζάνια…
-έτσι είναι τα παιδιά σήμερα…πως δεν τα πήρατε μαζί?
-Τα κρατάει η πεθερά μου …Στη Χίο…Εκεί μένουμε…
-Να σε ΄ήξερα πριν θα σου έλεγα να μου φέρεις λίγη μαστίχα…
-….θα σας στείλω μόλις γυρίσω..
-αχ σε ευχαριστώ.. πουλάνε και εδώ κάτι φακελάκια αλλά η φρέσκια φαντάζομαι…
Γέλασε…
-λέω να πάω μια βόλτα…να δω τη πόλη…σήμερα που έχει καλό καιρό! Μη φύγω έτσι…
-θα βαρέθηκες μονάχη σου…να φτιάξω ένα καφεδάκι ?
-θα πιω έξω δεν πειράζει…ευχαριστώ
-όπως θέλεις…το βράδυ έχει χορό ο αθλητικός όμιλος…Μαζεύουν λεφτά για την ομάδα.. .Παίζουν ποδόσφαιρο…ξέρεις! Θα πάμε εμείς, αν έχεις όρεξη , έλα μαζί μας…σε προσκαλώ εγώ…
-σας ευχαριστώ αλλά…
-τι αλλά καλέ? Τι θα κάνεις μόνη σου…Όλοι εκεί θα είναι…Στο δωμάτιο θα κάτσεις? Έλα θα περάσουμε ωραία… γίνονται ωραίοι χοροί εδώ! Όλοι θα είναι! Δήμαρχος, διευθυντές, δάσκαλοι..
.οι πάντες σου λέω…
-Θα δούμε…
-Δεν έχει θα δούμε! Το πήρα πατριωτικά…Να πας στο νησί σου και να μην έχεις τι να πεις?
Να δεις τι ωραίους χορούς κάνουμε εδώ…Με ορχήστρα μεγάλη! Από τη Πάτρα την φέρνουνε!
Είσαι και τυχερή που είσαι εδώ τέτοια μέρα! Γιατί στο καρναβάλι πάλι θα έχουμε χορό!
-Μέχρι το βράδυ…
-Στις 9 ακριβώς να είσαι ντυμένη! Θα σου χτυπήσω…
-Καλά ευχαριστώ…
-Έτσι μπράβο! Να φτιάξω καφέ τώρα?
-φτιάξτε…
-Καλέ άσε τους πληθυντικούς σαν τις Αθηναίες…Ματούλα με λένε!
-..και εγώ είμαι η Μυρτώ! Χάρηκα!



Κατέβηκε από τη μηχανή, την τράβηξε στο πεζοδρόμιο και ανέβηκε τις σκάλες!
Σταμάτησε στην πόρτα του δεύτερου σπιτιού αριστερά, έβγαλε τα κλειδιά και μπήκε.
Στην κρεμάστρα υπήρχε το καπέλο του και το σακάκι της στολής του.
Πέταξε το μπουφάν στο κρεβάτι, άνοιξε το ραδιόφωνο…Έπαιζε ακόμη τους αγώνες της Κυριακής…Τους είχε προλάβει, και θα μάθαινε τα αποτελέσματα…
Άναψε ένα τσιγάρο και προχώρησε προς το κρεβάτι…
Χτύπησε η πόρτα… Ήταν ο Φίλιππος, φίλος και συνάδελφος.
-Πέρασα και πριν που γύρναγες ρε?
-Είχα πάει με τους άλλους στο γήπεδο…
-Πόσο ήρθε?
-3-2..κερδίσαμε…
-…ότι πρέπει για να το γιορτάσουν το βράδυ!
-…α ναι.. .είναι ο χορός απόψε! Το είχα ξεχάσει…
-θα πάμε έτσι?…Έχει τραπέζι ο λιμενάρχης…
-ναι ρε! Θα πέσω να κοιμηθώ λίγο, γιατί πλακώσαμε κάτι ούζα το μεσημέρι και ακόμα δεν έχω συνέλθει…
-και εγώ πέρασα να σε πάρω να πάμε για καφέ…
-ξέχνα το…και πέρνα κατά τις 8 να με ξυπνήσεις για να πάμε!
-Έγινε. .μη χτυπάω και δεν ανοίγεις…
-Όχι ρε…θα έρθω.. .τρελός είσαι!...Γκολ!!!
Δυνάμωσε το ραδιόφωνο…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ