10
Ένα γράμμα από τη Μυτιλήνη θύμισε στη Μυρτώ το ταξίδι που ήθελε να ξεχάσει…
Το δίπλωσε και κοίταξε τον άντρα της.
-Με θυμήθηκε μια φίλη …Την γνώρισα στο πλοίο , τότε… Μπορούμε να πάμε , λέει…στη Μυτιλήνη όποτε θέλουμε , θα μας φιλοξενήσει…
- Να πας κορίτσι μου…Θα σου κάνει καλό… Εγώ τι δουλειά έχω? Άλλωστε θα πρέπει να περιμένω το χαρτί από την εταιρία …Δεν θα αργήσει το ταξίδι…
-Μόνη δε πάω…
-Θα σου κάνει καλό…Θα ξεσκάσεις λίγο…Είναι ωραίο νησί , θα δεις και τη φίλη σου… Μη σε νοιάζει για τη μάνα, τα καταφέρνει μια χαρά μόνη της…
Δεν μίλησε. Δίπλωσε ένα πουκάμισο , που κρατούσε στα χέρια της και τον κοίταξε να βάζει το σακάκι του…
-Θα φύγεις?
-Ναι, θέλω να πάω μέχρι το ξάδελφο στο λιμεναρχείο…Έχω καιρό να τον δω.. Να μάθω και κανένα νέο από τη θάλασσα…
-Τι κάνει αυτός? Έχω να τον δω πολύ καιρό… Να του δώσεις χαιρετισμούς…
-Να του πεις ότι ξέχασε τη θειά του…Κάποτε πέρναγε…φώναξε από το άλλο δωμάτιο η Γραμματική.
-Θα του το πω μάνα , θα του το πω…απάντησε ο Μιχάλης και φίλησε τη Μυρτώ.
Έκλεισε τη πόρτα πίσω του και βγήκε στην αυλή. Η γριά πλησίασε τη Μυρτώ…
-Να πας κόρη μου… Να πας.
-Που μάνα?
-Στη Μυτιλήνη…Άκουσα..
-Θα δούμε , θα δούμε…
-Να της γράψεις ότι θα πας…
-Ναι μάνα, αν θα πάω θα της γράψω…Αν θα πάω.
Η Κατερίνα μπήκε στο ξενοδοχείο και στάθηκε μπροστά στη Ματούλα…
-Βρε καλώς το κορίτσι… της είπε χαμογελαστά η γυναίκα σηκώνοντας το κεφάλι από τα χαρτιά που είχε μπροστά της στο μικρό γραφείο , και βγάζοντας τα γυαλιά της.
-Τι κάνετε κυρία Ματούλα?
-Καλά είμαι. Εσύ?
-Καλά κι εγώ.
Κοιταζόντουσαν χωρίς να μιλάνε για λίγο…
-Η μάνα σου καλά?
-Καλά.
-Πεστο…τι θέλεις?
-Τίποτα, περνούσα απέξω και είπα….
-Είπες για να δω τι κάνει η κυρά Ματούλα…ε?
-εε ναι!
-Πόσες φορές μωρή έχεις περάσει από δω?
-….
-Να σου πω εγώ…καμιά . Η μάλλον μια! Σήμερα! Λέγε…
-Κακό είναι που πέρασα?
-Κακό είναι που δε λες γιατί πέρασες…
Η μικρή έβαλε τα κλάματα και σκέπασε το πρόσωπο της με τα χέρια της.
-Τι τρέχει κορίτσι μου? Είσαι καλά? Τι έπαθες? Μη χειρότερα…Έλα κάτσε να μου πεις… Ποιος σε πείραξε? Κάτσε, κάτσε…Θέλεις ένα ποτήρι νερό?
-Φέρε και λίγο νεράκι ρε… όχι μόνο τα ούζα…Θα μας βαρέσουν σκέτα.
-Ρε πας καλά? Στην υπηρεσία ούζα?
-Εγώ κάνω κουμάντο εδώ Μαρκούλη… Δυο ουζάκια για τη συνάντησή μας δεν βλάπτουν…Για το καλωσόρισμα…
-Τι να πω…Χρόνια ο ίδιος ρε Μελέκο…
Χτύπησε η πόρτα και ένας νεαρός λιμενοφύλακας στάθηκε μπροστά στον Λιμενάρχη.
-Τι είναι ρε?
-Έχει έρθει ο ξάδελφος σας…
-Ο Μιχάλης?
-Ναι..
-Ε πέστου να περάσει.. Τι τον κρατάς έξω τον άνθρωπο?
-Μάλιστα
Γύρισε και κοίταξε το Μάρκο.
-Πρώτος ξάδελφος… Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου και η μάνα του αδέλφια…καπετάνιος! Αλλά άτυχος.. μεγάλη τραγωδία..
Μπήκε μέσα ο καπετάνιος χαιρετώντας με τη βαριά φωνή του και κόβοντας τα λόγια του Γιάννη.
-Καπετάνιε μου! Που είσαι ρε ξάδελφε?
-Η θειά σου φωνάζει… Να πας να τη δεις λέει… Παραπονιέται…
-Κάτσε …Να σου συστήσω ένα καλό φίλο και συνάδελφο… Ο Μάρκος , ο Μιχάλης πρώτος ξάδελφος φίλε και καπετάνιος!
Έδωσαν τα χέρια.
-Λιμενάρχης και συ?
-μπα…πιο χαμηλά εγώ.. Γέλασε.
-που θα πάει θα έρθει και η σειρά του… πετάχτηκε ο Λιμενάρχης.
-Με το καλό…
-Θα κάτσεις ρε ξάδελφε? Τι στέκεσαι όρθιος σαν κατάρτι… Κάτσε, περιμένουμε και ουζάκια! Θα πιεις μαζί μας ε?
-Να κάτσω..
-Τα νέα σου…Η ξαδέλφη καλά?
-όσο γίνεται…Όλοι όσο γίνεται ρε Γιαννάκη. Χαιρετισμούς έχεις.. Πέρνα και από το σπίτι καμιά μέρα… Να δεις και τη θειά σου…
Ο Γιάννης έσκυψε πάνω από το γραφείο και του έσφιξε το χέρι, δαγκώνοντας τα χείλη.
-Άστα…τα δικά σου… Έχεις και ξένο άνθρωπο…
-Ξένος ο Μάρκος…? Αδελφός καπετάνιε! Αδελφός! …
Η Μυρτώ στάθηκε στο παράθυρο… Καρφώθηκε το βλέμμα της σε ένα σπασμένο ξύλινο καρότσι, ξεχασμένο ανάποδα σε μια γωνιά του κήπου…
Έκλεισε τα μάτια για λίγο και μόλις τα άνοιξε είδε τα παιδιά….να παίζουν πάνω του… Να το κουνάνε δυνατά και να φωνάζουν , γελώντας.. “Κοίτα μαμά…κοίτα!»
Και κοίταξε και είδε το καρότσι στις λάσπες του κήπου.
Ένα γράμμα από τη Μυτιλήνη θύμισε στη Μυρτώ το ταξίδι που ήθελε να ξεχάσει…
Το δίπλωσε και κοίταξε τον άντρα της.
-Με θυμήθηκε μια φίλη …Την γνώρισα στο πλοίο , τότε… Μπορούμε να πάμε , λέει…στη Μυτιλήνη όποτε θέλουμε , θα μας φιλοξενήσει…
- Να πας κορίτσι μου…Θα σου κάνει καλό… Εγώ τι δουλειά έχω? Άλλωστε θα πρέπει να περιμένω το χαρτί από την εταιρία …Δεν θα αργήσει το ταξίδι…
-Μόνη δε πάω…
-Θα σου κάνει καλό…Θα ξεσκάσεις λίγο…Είναι ωραίο νησί , θα δεις και τη φίλη σου… Μη σε νοιάζει για τη μάνα, τα καταφέρνει μια χαρά μόνη της…
Δεν μίλησε. Δίπλωσε ένα πουκάμισο , που κρατούσε στα χέρια της και τον κοίταξε να βάζει το σακάκι του…
-Θα φύγεις?
-Ναι, θέλω να πάω μέχρι το ξάδελφο στο λιμεναρχείο…Έχω καιρό να τον δω.. Να μάθω και κανένα νέο από τη θάλασσα…
-Τι κάνει αυτός? Έχω να τον δω πολύ καιρό… Να του δώσεις χαιρετισμούς…
-Να του πεις ότι ξέχασε τη θειά του…Κάποτε πέρναγε…φώναξε από το άλλο δωμάτιο η Γραμματική.
-Θα του το πω μάνα , θα του το πω…απάντησε ο Μιχάλης και φίλησε τη Μυρτώ.
Έκλεισε τη πόρτα πίσω του και βγήκε στην αυλή. Η γριά πλησίασε τη Μυρτώ…
-Να πας κόρη μου… Να πας.
-Που μάνα?
-Στη Μυτιλήνη…Άκουσα..
-Θα δούμε , θα δούμε…
-Να της γράψεις ότι θα πας…
-Ναι μάνα, αν θα πάω θα της γράψω…Αν θα πάω.
Η Κατερίνα μπήκε στο ξενοδοχείο και στάθηκε μπροστά στη Ματούλα…
-Βρε καλώς το κορίτσι… της είπε χαμογελαστά η γυναίκα σηκώνοντας το κεφάλι από τα χαρτιά που είχε μπροστά της στο μικρό γραφείο , και βγάζοντας τα γυαλιά της.
-Τι κάνετε κυρία Ματούλα?
-Καλά είμαι. Εσύ?
-Καλά κι εγώ.
Κοιταζόντουσαν χωρίς να μιλάνε για λίγο…
-Η μάνα σου καλά?
-Καλά.
-Πεστο…τι θέλεις?
-Τίποτα, περνούσα απέξω και είπα….
-Είπες για να δω τι κάνει η κυρά Ματούλα…ε?
-εε ναι!
-Πόσες φορές μωρή έχεις περάσει από δω?
-….
-Να σου πω εγώ…καμιά . Η μάλλον μια! Σήμερα! Λέγε…
-Κακό είναι που πέρασα?
-Κακό είναι που δε λες γιατί πέρασες…
Η μικρή έβαλε τα κλάματα και σκέπασε το πρόσωπο της με τα χέρια της.
-Τι τρέχει κορίτσι μου? Είσαι καλά? Τι έπαθες? Μη χειρότερα…Έλα κάτσε να μου πεις… Ποιος σε πείραξε? Κάτσε, κάτσε…Θέλεις ένα ποτήρι νερό?
-Φέρε και λίγο νεράκι ρε… όχι μόνο τα ούζα…Θα μας βαρέσουν σκέτα.
-Ρε πας καλά? Στην υπηρεσία ούζα?
-Εγώ κάνω κουμάντο εδώ Μαρκούλη… Δυο ουζάκια για τη συνάντησή μας δεν βλάπτουν…Για το καλωσόρισμα…
-Τι να πω…Χρόνια ο ίδιος ρε Μελέκο…
Χτύπησε η πόρτα και ένας νεαρός λιμενοφύλακας στάθηκε μπροστά στον Λιμενάρχη.
-Τι είναι ρε?
-Έχει έρθει ο ξάδελφος σας…
-Ο Μιχάλης?
-Ναι..
-Ε πέστου να περάσει.. Τι τον κρατάς έξω τον άνθρωπο?
-Μάλιστα
Γύρισε και κοίταξε το Μάρκο.
-Πρώτος ξάδελφος… Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου και η μάνα του αδέλφια…καπετάνιος! Αλλά άτυχος.. μεγάλη τραγωδία..
Μπήκε μέσα ο καπετάνιος χαιρετώντας με τη βαριά φωνή του και κόβοντας τα λόγια του Γιάννη.
-Καπετάνιε μου! Που είσαι ρε ξάδελφε?
-Η θειά σου φωνάζει… Να πας να τη δεις λέει… Παραπονιέται…
-Κάτσε …Να σου συστήσω ένα καλό φίλο και συνάδελφο… Ο Μάρκος , ο Μιχάλης πρώτος ξάδελφος φίλε και καπετάνιος!
Έδωσαν τα χέρια.
-Λιμενάρχης και συ?
-μπα…πιο χαμηλά εγώ.. Γέλασε.
-που θα πάει θα έρθει και η σειρά του… πετάχτηκε ο Λιμενάρχης.
-Με το καλό…
-Θα κάτσεις ρε ξάδελφε? Τι στέκεσαι όρθιος σαν κατάρτι… Κάτσε, περιμένουμε και ουζάκια! Θα πιεις μαζί μας ε?
-Να κάτσω..
-Τα νέα σου…Η ξαδέλφη καλά?
-όσο γίνεται…Όλοι όσο γίνεται ρε Γιαννάκη. Χαιρετισμούς έχεις.. Πέρνα και από το σπίτι καμιά μέρα… Να δεις και τη θειά σου…
Ο Γιάννης έσκυψε πάνω από το γραφείο και του έσφιξε το χέρι, δαγκώνοντας τα χείλη.
-Άστα…τα δικά σου… Έχεις και ξένο άνθρωπο…
-Ξένος ο Μάρκος…? Αδελφός καπετάνιε! Αδελφός! …
Η Μυρτώ στάθηκε στο παράθυρο… Καρφώθηκε το βλέμμα της σε ένα σπασμένο ξύλινο καρότσι, ξεχασμένο ανάποδα σε μια γωνιά του κήπου…
Έκλεισε τα μάτια για λίγο και μόλις τα άνοιξε είδε τα παιδιά….να παίζουν πάνω του… Να το κουνάνε δυνατά και να φωνάζουν , γελώντας.. “Κοίτα μαμά…κοίτα!»
Και κοίταξε και είδε το καρότσι στις λάσπες του κήπου.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ