Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 10


10
Ένα γράμμα από τη Μυτιλήνη θύμισε στη Μυρτώ το ταξίδι που ήθελε να ξεχάσει…
Το δίπλωσε και κοίταξε τον άντρα της.
-Με θυμήθηκε μια φίλη …Την γνώρισα στο πλοίο , τότε… Μπορούμε να πάμε , λέει…στη Μυτιλήνη όποτε θέλουμε , θα μας φιλοξενήσει…
- Να πας κορίτσι μου…Θα σου κάνει καλό… Εγώ τι δουλειά έχω? Άλλωστε θα πρέπει να περιμένω το χαρτί από την εταιρία …Δεν θα αργήσει το ταξίδι…
-Μόνη δε πάω…
-Θα σου κάνει καλό…Θα ξεσκάσεις λίγο…Είναι ωραίο νησί , θα δεις και τη φίλη σου… Μη σε νοιάζει για τη μάνα, τα καταφέρνει μια χαρά μόνη της…
Δεν μίλησε. Δίπλωσε ένα πουκάμισο , που κρατούσε στα χέρια της και τον κοίταξε να βάζει το σακάκι του…
-Θα φύγεις?
-Ναι, θέλω να πάω μέχρι το ξάδελφο στο λιμεναρχείο…Έχω καιρό να τον δω.. Να μάθω και κανένα νέο από τη θάλασσα…
-Τι κάνει αυτός? Έχω να τον δω πολύ καιρό… Να του δώσεις χαιρετισμούς…
-Να του πεις ότι ξέχασε τη θειά του…Κάποτε πέρναγε…φώναξε από το άλλο δωμάτιο η Γραμματική.
-Θα του το πω μάνα , θα του το πω…απάντησε ο Μιχάλης και φίλησε τη Μυρτώ.
Έκλεισε τη πόρτα πίσω του και βγήκε στην αυλή. Η γριά πλησίασε τη Μυρτώ…
-Να πας κόρη μου… Να πας.
-Που μάνα?
-Στη Μυτιλήνη…Άκουσα..
-Θα δούμε , θα δούμε…
-Να της γράψεις ότι θα πας…
-Ναι μάνα, αν θα πάω θα της γράψω…Αν θα πάω.

Η Κατερίνα μπήκε στο ξενοδοχείο και στάθηκε μπροστά στη Ματούλα…
-Βρε καλώς το κορίτσι… της είπε χαμογελαστά η γυναίκα σηκώνοντας το κεφάλι από τα χαρτιά που είχε μπροστά της στο μικρό γραφείο , και βγάζοντας τα γυαλιά της.
-Τι κάνετε κυρία Ματούλα?
-Καλά είμαι. Εσύ?
-Καλά κι εγώ.
Κοιταζόντουσαν χωρίς να μιλάνε για λίγο…
-Η μάνα σου καλά?
-Καλά.
-Πεστο…τι θέλεις?
-Τίποτα, περνούσα απέξω και είπα….
-Είπες για να δω τι κάνει η κυρά Ματούλα…ε?
-εε ναι!
-Πόσες φορές μωρή έχεις περάσει από δω?
-….
-Να σου πω εγώ…καμιά . Η μάλλον μια! Σήμερα! Λέγε…
-Κακό είναι που πέρασα?
-Κακό είναι που δε λες γιατί πέρασες…
Η μικρή έβαλε τα κλάματα και σκέπασε το πρόσωπο της με τα χέρια της.
-Τι τρέχει κορίτσι μου? Είσαι καλά? Τι έπαθες? Μη χειρότερα…Έλα κάτσε να μου πεις… Ποιος σε πείραξε? Κάτσε, κάτσε…Θέλεις ένα ποτήρι νερό?


-Φέρε και λίγο νεράκι ρε… όχι μόνο τα ούζα…Θα μας βαρέσουν σκέτα.
-Ρε πας καλά? Στην υπηρεσία ούζα?
-Εγώ κάνω κουμάντο εδώ Μαρκούλη… Δυο ουζάκια για τη συνάντησή μας δεν βλάπτουν…Για το καλωσόρισμα…
-Τι να πω…Χρόνια ο ίδιος ρε Μελέκο…
Χτύπησε η πόρτα και ένας νεαρός λιμενοφύλακας στάθηκε μπροστά στον Λιμενάρχη.
-Τι είναι ρε?
-Έχει έρθει ο ξάδελφος σας…
-Ο Μιχάλης?
-Ναι..
-Ε πέστου να περάσει.. Τι τον κρατάς έξω τον άνθρωπο?
-Μάλιστα
Γύρισε και κοίταξε το Μάρκο.
-Πρώτος ξάδελφος… Ο συγχωρεμένος ο πατέρας μου και η μάνα του αδέλφια…καπετάνιος! Αλλά άτυχος.. μεγάλη τραγωδία..
Μπήκε μέσα ο καπετάνιος χαιρετώντας με τη βαριά φωνή του και κόβοντας τα λόγια του Γιάννη.
-Καπετάνιε μου! Που είσαι ρε ξάδελφε?
-Η θειά σου φωνάζει… Να πας να τη δεις λέει… Παραπονιέται…
-Κάτσε …Να σου συστήσω ένα καλό φίλο και συνάδελφο… Ο Μάρκος , ο Μιχάλης πρώτος ξάδελφος φίλε και καπετάνιος!
Έδωσαν τα χέρια.
-Λιμενάρχης και συ?
-μπα…πιο χαμηλά εγώ.. Γέλασε.
-που θα πάει θα έρθει και η σειρά του… πετάχτηκε ο Λιμενάρχης.
-Με το καλό…
-Θα κάτσεις ρε ξάδελφε? Τι στέκεσαι όρθιος σαν κατάρτι… Κάτσε, περιμένουμε και ουζάκια! Θα πιεις μαζί μας ε?
-Να κάτσω..
-Τα νέα σου…Η ξαδέλφη καλά?
-όσο γίνεται…Όλοι όσο γίνεται ρε Γιαννάκη. Χαιρετισμούς έχεις.. Πέρνα και από το σπίτι καμιά μέρα… Να δεις και τη θειά σου…
Ο Γιάννης έσκυψε πάνω από το γραφείο και του έσφιξε το χέρι, δαγκώνοντας τα χείλη.
-Άστα…τα δικά σου… Έχεις και ξένο άνθρωπο…
-Ξένος ο Μάρκος…? Αδελφός καπετάνιε! Αδελφός! …


Η Μυρτώ στάθηκε στο παράθυρο… Καρφώθηκε το βλέμμα της σε ένα σπασμένο ξύλινο καρότσι, ξεχασμένο ανάποδα σε μια γωνιά του κήπου…
Έκλεισε τα μάτια για λίγο και μόλις τα άνοιξε είδε τα παιδιά….να παίζουν πάνω του… Να το κουνάνε δυνατά και να φωνάζουν , γελώντας.. “Κοίτα μαμά…κοίτα!»
Και κοίταξε και είδε το καρότσι στις λάσπες του κήπου.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ


Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2008

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 9


9

Έξω από το λιμεναρχείο η Κατερίνα περίμενε, πρωί πρωί να φτάσει ο Φίλιππος. Στεκόταν απέναντι, δίπλα στο μόλο χωρίς να δίνει σημασία στους ψαράδες και τους ναυτεργάτες που από νωρίς είχαν πιάσει δουλειά στο λιμάνι…
-Φίλιππε…, του φώναξε λίγο πριν ανέβει τα σκαλιά του λιμεναρχείου…
-Κατερίνα.. τι κάνεις τέτοια ώρα εδώ?
-Θέλω να μιλήσουμε…
-Όχι τώρα…πάω για υπηρεσία..
-Τώρα
-…γιατί τι τρέχει?
-εσύ θα μου πεις.. εσύ ξέρεις..
-τι ξέρω?
-ξέρεις και πρέπει να μου πεις
-για τι πράγμα μιλάς..
-που έχει πάει…
-ρώτα τον , όταν γυρίσει.. δεν μου είπε..
-αποκλείεται…
-κοίτα.. δεν είναι η κατάλληλη ώρα.. έχω δουλειά..
-λένε διάφορα..
-ποιοι?
-..ο κόσμος..
-αν ξέρει ο κόσμος που είναι γιατί δεν τον ρωτάς να μάθουμε και εμείς..
-λένε ότι έφυγε με μια ξένη..
-..ποια ξένη ρε Κατερίνα?
-Αυτή που τους είδαν μαζί στο κάστρο.. πριν μήνες.. Όλα τα ήξερα.. Τους είδαν..
-δεν καταλαβαίνω τι λες..
-πες μου.. σε παρακαλώ..
Την έπιασε από το χέρι που έτρεμε και είδε τα μάτια της που έτρεχαν..
-σε παρακαλώ Φίλιππε.. θέλω να ξέρω .
-μακάρι να ήξερα ρε Κατερίνα.. μακάρι
Την άφησε μόνη, εκεί να τον κοιτά και ανέβηκε τα σκαλιά του λιμεναρχείου..
Γύρισε και την κοίταξε …Ύστερα μπήκε μέσα..

Το λιμεναρχείο του νησιού έμοιαζε με αποθήκες στη σειρά..
Ο Μάρκος στεκόταν δίπλα στη θάλασσα… Απέναντι.. Προχώρησε μέχρι την είσοδο που στεκόταν σκοπός ένας λιμενοφύλακας….
-Καλημέρα
-Καλημέρα, μπορώ να εξυπηρετήσω σε κάτι?
-Ο Γιάννης ο Μελέκος είναι πάνω?
-Ο κύριος … λιμενάρχης?
-Έγινε λιμενάρχης ?
-…
-Ναι , ο λιμενάρχης..
-Από τα ξημερώματα… πάνω είναι..
-Μπορώ να τον δω?
-Ρωτήστε μέσα… η μάλλον περίμενε μισό..
Μπήκε μέσα κάτι ρώτησε και ύστερα στάθηκε στη πόρτα.
-Ποιος να του πουν ότι τον ζητά..?
-Ένας φίλος από τα παλιά..
-Όνομα?
-Μάρκος ..
-Τι Μάρκος ?
-Θα καταλάβει.. πες Μάρκος ..


Ο λιμενάρχης πετάχτηκε από τη θέση του σαν ελατήριο..
-Μάρκος ?
-Μάλιστα κύριε λιμενάρχα.. Έτσι είπε ο σκοπός ..
-και είναι κάτω τώρα..?\
-ναι στη είσοδο
-πείτε του ρε ανέβει.. γρήγορα.

0 Λιμενάρχης περίμενε όρθιος μπροστά από το γραφείο του…Μόλις μπήκε ο Μάρκος, άνοιξε τα χέρια του…-
-Ρε συ! Ρε χαμένο κορμί τι γυρεύεις εδώ?-
-Σε πεθύμησα …
-Φύγε από εδώ ρε.. Τόσα χρόνια…
Αγκαλιάστηκαν σαν δυο παλιοί φίλοι που βρίσκονται ξανά …
Ο λιμενάρχης τον κοίταζε κατάματα και χαμογελούσε…
-Κερνάτε καφέ εδώ?
-Καφέ όχι…Αυτά είναι για παρηγοριές.. άκου καφέ..
Ο Μάρκος γέλασε και χτύπησε το φίλο του στον ώμο… -
-Τι ώρα τελειώνεις ?
-Τώρα.. Λιμενάρχης δεν είμαι?
-Ρε συ μην αφήσεις και την υπηρεσία… Μετά βρισκόμαστε..
-Από πότε ρε ο Μάρκος νοιάζεται για την υπηρεσία? Χάλασες?
-Μάλλον έφτιαξα…, απάντησε και κάθισε στη παλιά πολυθρόνα δίπλα από το γραφείο.
-Έφυγες από τη Πύλο?
-Όχι ρε.. ακόμα εκεί είμαι… άδεια έχω…
-και είπες δεν πάω μέχρι τη Χίο να δω τι κάνει ο Μελέκος .. Που τα πουλάς αυτά ρε?
-…Δεν τα πουλάω… Τα συνδύασα…
-…ποια?
-..τι ποια?
-ποια συνδύασες λέω…
-Εσένα και το νησί…
-Μαρκούλη αυτά όχι σε μένα… Μόνο για δύο λόγους θα έκανες τέτοιο ταξίδι εσύ..
-Τι λες μωρέ? Ποιους λόγους ?
-Για μετάθεση και γυναίκα.. Το πρώτο θα το ήξερα…άρα..
-Άρα ..τι?
-Άρα?
-Παντρεύτηκες?
Ο Γιάννης γέλασε και άναψε τσιγάρο…
-Ρε αφού θα μου τα πεις μετά.. Τι αλλάζεις συζήτηση?
-Μετά.. ‘Όχι ακόμα δεν σε είδα να σε αρπάξω με τα δικά μου.. Αν αρχίσω θα βραδιάσουμε…
-Τι τρέχει?
-Θέλω να με βοηθήσεις … Να τη βρω..
-Χιώτισσα είναι έτσι?
-Ναι..
-Ποια είναι?
-Μη βιάζεσαι.. Αντέχεις να τα ακούσεις από την αρχή?
-Λέγε..
Όχι εδώ.. Καλύτερα έξω.. Το βράδυ?
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ