Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 12


12


Φυσούσε δυνατά το μεσημέρι της επόμενης μέρας. Στο κοιμητήριο η οικογένεια του καπετάνιου αποχαιρετούσε τη γιαγιά Γραμματική , λίγα μέτρα πιο πέρα από τα εγγόνια της…
Ο Μάρκος κατέβηκε βιαστικά τα σκαλιά του λιμεναρχείου. Λίγα λεπτά πριν, αναζητώντας τον Μελέκο είχε μάθει το λόγο που το προηγούμενο βράδυ ο φίλος του δεν είχε εμφανιστεί στο ξενοδοχείο.
-Θέλεις να σε πάω συνάδελφε, τον ρώτησε ένας νεαρός λιμενοφύλακας μπαίνοντας στο λευκό υπηρεσιακό αυτοκίνητο.
-Που? Ρώτησε ο Μάρκος..
-Στο νεκροταφείο…Εκεί πάω για να πάρω τον κ Λιμενάρχη..
-Λες?
-Είναι λίγο έξω από τη πόλη…Αν θέλεις έλα για βόλτα…
Κούνησε το κεφάλι του και μπήκε στο αυτοκίνητο. Άφησαν το λιμεναρχείο πίσω τους και χάθηκαν στη τελευταία στροφή του παραλιακού δρόμου με τον αέρα να φυσά δυνατά και να σκορπίζει χαρτιά , φύλλα…
Οι περαστικοί με δυσκολία περπατούσαν, σκυφτοί κόντρα στον άνεμο που έφερνε αλμύρα και κύματα μέχρι τους τοίχους των σπιτιών.
Και ήταν τόσο δυνατός που περνούσε σφυρίζοντας από τα στενά δρομάκια της πόλης , χτυπούσε τις πέτρες του κάστρου , έστριβε και άφηνε τη θαλασσινή αλμύρα έως τα περιβόλια του κάμπου και πιο πέρα ακόμα… μέχρι να τη γευτεί η Μυρτώ ανακατεμένη με τα δάκρυά της που κυλούσαν στα μάγουλα…
Είχε καθίσει πάνω στο μνήμα των παιδιών της και χάιδευε το παγωμένο μάρμαρο όταν ένοιωσε το χέρι του άντρα της να της τυλίγει τους προστατευτικά, τρυφερά , απεγνωσμένα…
Σήκωσε το χέρι της και τον άγγιξε στα δάχτυλα …

Η Ματούλα στεκόταν έξω από το λιμεναρχείο της Πύλου.
Όταν είδε τον Φίλιππο του φώναξε¨..
-Να σου πω νεαρέ…
-Γεια σας, τι κάνετε? …απάντησε με απορία εκείνος.
-Καλά είμαι , που είναι ο προκομμένος ο φίλο σου?
-Ποιος?
-Ο Μάρκος. Που είναι?
-Έχει άδεια … Ταξίδι..
-Αυτά τα ξέρω.. που?
-Δεν ξέρω…αλλά γιατί κυρία Ματούλα?
-Πότε γυρίζει?
-Σε 3-4 μέρες …
-μάλιστα… κουράστηκε και πήρε άδεια να ξεκουραστεί?
-Συμβαίνει κάτι? Είστε λίγο παράξενη…
-Πολλά νεαρέ μου…
-Δηλαδή?
-Κάτσε να έρθει να τα μάθει και θα στα πει και σένα..
Έφυγε ρίχνοντας ένα άγριο βλέμμα και ο Φίλιππος στάθηκε απορημένος να τη κοιτά να απομακρύνεται…

Λίγοι λίγοι, συγγενείς και φίλοι άφηναν πίσω τους το νεκροταφείο. Ο Μιχάλης στεκόταν δίπλα στη Μυρτώ και δεχόταν τα συλλυπητήρια ψιθυρίζοντας «ευχαριστούμε» …
Απαντούσε και για τη γυναίκα του που εξακολουθούσε να κάθεται στο μάρμαρο …
-Μυρτώ μου, σήκω να πάμε σιγά…σιγά … Κάνει και κρύο κορίτσι μου… Θα έρθουν σπίτι οι άλλοι…Δεν παρεξηγούν …
-Καλά σου λέει, συμπλήρωσε ο Μελέκος που στεκόταν δυο βήματα πιο πέρα…
-Θα έρθεις σπίτι ξάδελφε? Τον ρώτησε ο Μιχάλης…
-Περιμένω να έρθουν να με πάρουν από την υπηρεσία , αλλά για να μην περπατάτε ελάτε μαζί μου και πάμε στο σπίτι…
-Θέλω να περπατήσω…ψιθύρισε η Μυρτώ και σηκώθηκε.
-Με τέτοιο αέρα?
-Ναι..
Ο καπετάνιος τον κοίταξε σαν να του έλεγε «άστη θα της κάνει καλό»… αλλά ο Μελέκος επέμενε…
-Σου είπα Γιάννη, του είπε σιγανά η Μυρτώ, θέλω να περπατήσω.. Να με φυσήξει ο άνεμος..
-Όπως θέλεις …θα πάμε όλοι μαζί τότε… Θα διώξω το αυτοκίνητο και περπατάμε όλοι μαζί… Σήκω μέχρι να βγούμε στο δρόμο θα είναι εδώ.. Μη με ψάχνουν κιόλας..


Ο Μιχάλης τη κράτησε από τους ώμους και προχώρησαν… προς τη πέτρινη πύλη του νεκροταφείου… Εκεί που σταματούσε ένα λευκό αμάξι του λιμενικού σώματος…


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 11



11
Στο μικρό ξενοδοχείο , στη Πύλο, η Κατερίνα συνέχιζε να κλαίει και η Ματούλα αγωνιζόταν να μάθει το γιατί…
-Κορίτσι μου, πες μου τι σου συμβαίνει.. Για αυτό ήρθες να με βρεις! Μίλησέ μου..
-Φοβάμαι…
-Τι φοβάσαι? Ποιος σε πείραξε? Πιες το νεράκι σου , ηρέμησε και πεσμου..
-Θα σας πω.. Αλλά δεν θα το πείτε πουθενά…
Σκούπισε τα μάτια της και χαμήλωσε το βλέμμα. Η Ματούλα της έπιασε τα χέρια και τα έσφιξε..
- Πες μου γρήγορα.. περιμένω κόσμο…Και μη φοβάσαι.. Δεν θα μιλήσω σε κανένα..
-Ο Μάρκος έχει φύγει και δεν ξέρω που είναι…
-Ο Μάρκος?
-Ναι ο λιμενικός …
-Αχ καλά τα λέει ο κόσμος..
-Τι λέει?
-Ότι είστε μαζί. Αυτό λέει… Αναστέναξε.
-Το ξέρατε?
-Ε.. τι νόμιζες? Η μάνα σου είμαι…? Και τι έγινε? Σε παράτησε?
-δεν ξέρω.. τίποτα δεν ξέρω
-….Σού άφησε κανένα …δώρο να τον θυμάσαι?
Η Κατερίνα τη κοίταξε με απορία…
-Τι με κοιτάς? Καταλαβαίνω περισσότερα απ΄οσα νομίζεις … Πρέπει να μιλήσεις στη μάνα σου…Θα καταλάβει! Αυτά είναι σοβαρά πράγματα κι ο τόπος μας μικρός.. Δεν κρύβονται αυτά..


Οι τρεις άντρες έπιναν τα ούζα τους και μιλούσαν για τη θάλασσα… Ο Γιάννης περιέγραφε μια ιστορία με κάποιους Τούρκους ψαράδες και οι άλλοι άκουγαν ή έκαναν πως ακούν…
Ο καπετάνιος σηκώθηκε ξαφνικά…
- Πρέπει να φύγω… Ωραία η παρέα σας αλλά έχω να φτιάξω και κάτι χαρτιά ξάδελφε… Έχω και μια γυναίκα και δεν θέλω να μυρίζω ούζα μόλις πάω σπίτι… Καταλαβαίνεις…
- Ότι πεις…Εσύ ξέρεις. Πες στη θεια μου ότι θα περάσω να τη δω…
Έδωσε το χέρι στο Μάρκο , χαμογελώντας …
-Γιατί δεν έρχεστε το βράδυ από το σπίτι? ...ρώτησε ο Μιχάλης
- Μια άλλη φορά ξάδελφε. Ο φίλος από εδώ έχει τα δικά του και θέλω να τα μάθω …, είπε ο Μελέκος και γέλασε δυνατά!
O Μιχάλης κούνησε το χέρι, χαμογέλασε και πλησίασε στη πόρτα…
- Γεια σου καπετάνιε!, φώναξε ο Μάρκος …
- Χαιρετίσματα στη θεία μου και στη ξαδέλφη, του είπε ο Λιμενάρχης και σήκωσε το ποτήρι μπροστά στο φίλο του…

Εκείνο το βράδυ η Γραμματική έφυγε….
Λίγες ώρες μετά τα χαιρετίσματα από τον ανιψιό της , η Μυρτώ τη βρήκε πεσμένη μπροστά στο κρεβάτι της… Δεν είχε προλάβει να βγάλει το μαντήλι της από το κεφάλι , όταν ¨έπεσε στο πάτωμα…Δεν πρόλαβε να πει ούτε λέξη, μόνο ένα “αχ” βγήκε από τα χείλη της και έσβησε….
Tο νέο διαδόθηκε γρήγορα στη γειτονιά και σε όλη τη μικρή κοινωνία…
«Δεν άντεξε…Πάει να βρει τα εγγόνια της …» ψιθύριζε ο κόσμος που έφτανε το ίδιο βράδυ κιόλας στο σπίτι του καπετάνιου.
Ο Μιχάλης στεκόταν στην αυλή με ένα τσιγάρο στο χέρι και κάθε τόσο δεχόταν τα λόγια παρηγοριάς από γείτονες και φίλους. Λίγο πιο μέρα ο Μελέκος συζητούσε για το ξαφνικό και μουρμούραγε , πως δεν πρόλαβε να ξαναδεί τη θειά του τη Γραμματική… που όμως τώρα ξεκουράζεται με τα εγγόνια στην αγκαλιά της…
-Ήθελε πολύ να σε δει ρε Γιάννη, του είπε ο Μιχάλης.. Σ’ αγαπούσε.
-Το ξέρω…και εγώ την αγαπούσα… το φοβόμουν…Ήξερα ότι δεν θα άντεχε…Ήταν βαρύ ότι έγινε… Το είχε βάρος..
-Το ξέρω…το έβλεπα στα μάτια της…..Θα φύγω..
-Μου το είχες πει…
-Σύντομα λέω.. Πιο σύντομα τώρα
-Η Μυρτώ ρε Μιχάλη , θα μείνει μόνη της?
-Και τώρα μόνη είναι ….Μετά το χαμό των παιδιών πάντα μόνη είναι… Θέλω να βγω στη θάλασσα , να ανασάνω..
-Τι να σου πω…κάνε όπως νομίζεις..
-Ξάδελφε μη κάθεσαι άλλο πήγαινε…έχεις και τον ξένο… που τον άφησες μόνο του τον άνθρωπο?
-Τι θυμάσαι τώρα και μου συζητάς …Τον Μάρκο θα σκεφτούμε..?
-Ε πως…Ντροπή είναι …
-Θα βρει κάτι να κάνει… ‘Αστον αυτόν..

Η νύχτα κύλησε αργά… Γυναίκες με μαύρα μπαινόβγαιναν στο σπίτι και οι άντρες έξω στην αυλή να καπνίζουν , να συζητούν, να θυμούνται να κάνουν ακόμα και πλάκα…
-Τέτοιες ώρες ότι θυμάται χαίρεται ο καθένας , μονολογούσε ο Μελέκος …
-Να σου φτιάξω ένα καφέ? , τον ρώτησε η Μυρτώ που στάθηκε στη πόρτα , πίσω του …
-Φτιάξε κορίτσι μου, φτιάξε.




ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ