13α
Γύρισε το πρόσωπο προς τον άντρα της και τον κοίταξε βαθειά στα μάτια...
-Τι είναι κορίτσι μου ... τη ρώτησε εκείνος σαν να μην ήξερε, σαν να μην είχε αλλάξει εδώ και μήνες η ζωή τους ..σαν να μην ήθελε να ξέρει.
-Θέλω να μείνω λίγο ακόμα εδώ... Μόνη...Σε παρακαλώ...
-Μείνε... Μου υπόσχεσαι όμως ότι θα έρθεις γρήγορα?
Κούνησε το κεφάλι και σταμάτησε να περπατά... Ο καπετάνιος έπιασε από τους ώμους τον ξάδελφο και προχώρησαν μαζί... Κάτι πήγε να πεί αλλά γύρισε απλά και κοίταξε τη γυναίκα που γύριζε πίσω...
Μόλις είχε κατέβει από το αυτοκίνητο ο Μάρκος και στεκόταν όρθιος περιμένοντάς τους...
Άπλωσε το χέρι προς τον καπετάνιο και το έσφιξε δυνατά χωρίς να πει κάτι... Μπορεί και να ψυθίρησε αλλά ο αέρας πήρε τα λόγια μακρυά και τα σκόρπισε... Μόνο ένα «ευχαριστώ» ακούστηκε...
-Ξάδελφε μπες μέσα να πάμε μαζί μέχρι το σπίτι... Μην κουραστείς περισσότερο..., φώναξε ο Μελέκος ανοίγοντας τη πόρτα του λευκού αυτοκινήτου...
-Σε ευχαριστώ ρε Γιάννη αλλά θα περπατήσω...
-Τότε θα έρθω και εγώ μαζί σου...Μάρκο θα μας ακολουθήσεις?
-Ναι, γιατί όχι...εννοείται...
-Άσε τον άνθρωπο ρε Γιάννη ήρθε λίγες μέρες και θα του φορτώσουμε τη δικιά μας λύπη...πετάχτηκε ο καπετάνιος.
-‘Οχι όχι, μη το ξαναπείς ...Μαζί θα έρθω, απάντησε ο Μάρκος και έκλεισε την πόρτα του αυτοκινήτου που είχε μείνει ανοιχτή...
-Εσύ να μείνεις εδώ να περιμένεις τη γυναίκα του καπετάνιου και αν θέλει μετά να την φέρεις στο σπίτι,...είπε στον οδηγό ο Μελέκος και κοίταξε τον ουρανό που είχε σκοτεινιάσει από τα σύννεφα...
Ο Μιχάλης προχωρούσε μπροστά και πίσω οι δυό φίλοι... Οι άλλοι συγγενείς και γνωστοί είχαν σκορπίσει...
-Είναι πολύ δυνατός άνθρωπος ο καπετάνιος , μουρμούρησε προς τον Μάρκο, ο Λιμενάρχης...
Τόσα χτυπήματα και αντέχει...Και καλά η θειά μου, μεγάλη γυναίκα ...το άλλο... πως το σηκώνει τέτοιο βάρος...
-Ποιό βάρος ?
-Τι να σου λέω τώρα... Θαλασσοδαρμένος και στη ζωή ο ξάδελφος.. Δυο παιδιά έχασε ..δυο αγγελούδια...
-Τι λες ρε φίλε? Πως? Από τι?
-Στις τελευταίες πλημμύρες ... Άστα σου λέω...Μην τα συζητάς αυτά... Και ο Μιχάλης και η Μυρτώ, η γυναίκα του, απορώ πως στέκονται ακόμα στα πόδια τους... έχουμε μεγάλη δύναμη οι άνθρωποι τελικά ...Πολύ μεγάλη...
Μια αστραπή έσφαξε τον ουρανό στα δυό και ήταν σαν να χτύπησε το Μάρκο κατευθείαν στο μυαλό.. Θόλωσε... έμεινε ακίνητος με το βλέμμα καρφωμένο στο κενό...
Ο Μελέκος συνέχιζε να μιλά αλλά εκείνος δεν άκουγε... Στηρίχτηκε σε ένα δέντρο...
-Είσαι καλά? Ρε Μάρκο σου μιλάω...
-Ναι...Ζαλίστηκα λίγο... Σε πειράζει να μην έρθω μαζί σας? Να μείνω στο αυτοκίνητο ?
-Όπως θέλεις ..Μείνε και σε φέρνει μετά ο μικρός... Μόνο κάνε μου μια χάρη... Να περιμένετε τη γυναίκα του καπετάνιου... Να την φέρετε μαζί...
Κούνησε μόνο το κεφάλι και κοίταξε τη μικρή πύλη του νεκροταφείου... Οι άλλοι απομακρύνονταν και εκείνος άναψε ένα τσιγάρο και ακούμπησε στο αυτοκίνητο...
-Μυρτώ..., βγήκε αργά και σιγανά από τα χείλη του η λέξη... και την πήρε ο άνεμος...
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ