8
Περπατούσαν αργά στη προβλήτα και εκείνος τη κρατούσε σφιχτά από τη μέση… Που και που χαιρετούσαν κάποιο γνωστό που έδειχνε έκπληκτος για τη συνάντηση μαζί τους… Χαμένοι από τον κόσμο, μήνες τώρα αποτελούσαν θέμα συζήτησης για φίλους και γνωστούς.
Σιγά σιγά έφτασαν στο καφενείο της γωνίας… Δίπλα από το κάβο των πλοίων της γραμμής.
-Θέλεις να καθίσουμε?, τη ρώτησε…
-Αν θέλεις εσύ…
Ο Μιχάλης τράβηξε την ψάθινη καρέκλα για να καθίσει η γυναίκα του.. και αυτός βολεύτηκε δίπλα της. Της έπιασε το χέρι και το χάιδεψε απαλά, πάνω στο τραπέζι…
Πήγαινε κι ερχόταν το κύμα και χτύπαγε γλυκά στο τσιμέντο της προβλήτας…
-Μιχάλη θέλω να σου μιλήσω…του είπε ξαφνικά….
-Πρώτα εγώ…είναι σοβαρό…
-Άσε με να …
-Ξέρω τι πρέπει να γίνει… Αν θέλεις και εσύ.., την έκοψε.
-Είναι πολλά…
-Είμαστε νέοι ακόμη…αν θέλεις, πριν φύγω, να προσπαθήσουμε… να ξεκινήσουμε από την αρχή… Μπορεί ο Θεός να μας δώσει πάλι παιδιά… Δοκιμασία ήταν…
Έφερε τα δάχτυλά της στα χείλη της, τρέμοντας…
-Τι μου ζητάς? Να τα αρνηθώ… Να τα σβήσω..? Να τα θάψω πιο βαθιά? Τι?
-Να ξαναζήσουμε Μυρτώ.. Να ξαναζήσουμε..
-Ποιοι? Πότε ζήσαμε Μιχάλη? Πόσο ζήσαμε μαζί, όλα αυτά τα χρόνια… Τι να ξαναζήσουμε? Τι να ξαναζήσω? Τη μοναξιά μου… Τα ατέλειωτα βράδια ερημιάς? Τι? Εσύ στις θάλασσες και στα πελάγη και εγώ να πνίγομαι? Πάλι? Πάλι? …φώναξε δυνατά και σκέπασε το πρόσωπό της με τις χούφτες της..
Ένα αεράκι φύσηξε κι άγγιξε τις ψυχές τους… Της έπιασε το χέρι και το έσφιξε δυνατά…
-Κρυώνεις καρδιά μου?…τη ρώτησε.
Δεν απάντησε, μόνο τα μάτια της μιλούσαν και έτρεχαν δάκρυα…
-Εσύ είσαι το λιμάνι μου…, της είπε κοιτάζοντάς την μες στα μάτια βαθιά..
-Το δικό μου λιμάνι που είναι?…τον ρώτησε, τραβώντας το χέρι της.
Εκείνος κατέβασε το κεφάλι και το αεράκι δυνάμωσε…και σήκωσε κύμα… και έβρεξε τους ναύτες που έδεναν κάβους στο πλοίο της γραμμής που μόλις είχε φτάσει στο λιμάνι…
Κατέβαιναν γρήγορα οι επιβάτες. Ανάμεσα τους φαντάροι με μετάθεση, καλόγεροι , γυναίκες με παιδιά και ναυτικοί που γύριζαν στις οικογένειες τους ύστερα από μακρινά ταξίδια στις θάλασσες..
Άνοιγαν αγκαλιές γι αυτούς στη προβλήτα και τους έπνιγαν στα φιλιά.. Οι φαντάροι τρομαγμένοι και αμήχανοι έμπαιναν σε γραμμές κάτω από τις δυνατές φωνές αξιωματικών και υπαξιωματικών… Φορτωμένοι με σάκους ανέβαιναν στη συνέχεια στα φορτηγά που θα τους μετέφεραν σε κάποια στρατόπεδα του νησιού.
Με μια βαλίτσα στο χέρι στεκόταν κι ο Μάρκος. Την άφησε στα πόδια του και άναψε τσιγάρο.
-Θέλω να φύγουμε…, είπε η Μυρτώ…
-Ακόμα δεν καθίσαμε κορίτσι μου…
-Σε παρακαλώ… Δε μπορώ..
Κούνησε το κεφάλι του ο Μιχάλης στενάχωρα και σηκώθηκαν…
-Δεν είμαι έτοιμη…
-Εντάξει…Θα προσπαθήσουμε να ξαναζήσουμε?, τη ρώτησε κρατώντας την από το χέρι…
Εκείνη δεν μίλησε , απλά έγειρε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.
Άφησαν πίσω τους το τραπεζάκι του καφενείου και προχώρησαν…
Δεν συναντήθηκαν τα βλέμματα τους…. ίσως μόνο οι σκιές τους να άγγιξαν η μία την άλλη…
Σε μία από τις ψάθινες καρέκλες τους, κάθισε ο Μάρκος… για να παραγγείλει τον πρώτο του καφέ στο νησί.
-Σκέτο και δυνατό , για να ξυπνήσω φίλε…
Φύσηξε αέρας δυνατός, το ίδιο βράδυ.
Με δυσκολία περπατούσαν οι περαστικοί στο δρόμο της παραλίας… Κάποιοι κυνηγούσαν τα καπέλα τους και οι γυναίκες κρατούσαν γερά τις φούστες τους , κόντρα στον άνεμο…
Από ψηλά, από το παράθυρο του ξενοδοχείου, με ένα τσιγάρο στο στόμα , ο Μάρκος παρατηρούσε τους λιγοστούς ανθρώπους να διασχίζουν βιαστικά το δρόμο…
Οι βάρκες χτυπούσαν στη προκυμαία και απέναντι, στη Μικρά Ασία, τρεμόσβηναν φώτα…
Εκεί καρφώθηκε το βλέμμα του… μέχρι τη στιγμή που το τράβηξαν οι φωνές των ψαράδων που πάλευαν να σώσουν τις βάρκες τους από τα κύματα.
Πήρε το σακάκι του και κατέβηκε…
….Άνοιξε το παράθυρο να μπει φως στο σπίτι.
Νωρίς το πρωί ο ήλιος θάμπωνε και εκείνη τον κοίταξε κατάματα.. Τα παιδιά της γειτονιάς
έτρεχαν για το σχολείο…Ο άνεμος είχε κοπάσει και η μέρα ξεκινούσε…
-Ξέρεις πόσο καιρό έχω να σε δω να ανοίγεις το πρωί παράθυρο…
Ο Μιχάλης στεκόταν πίσω της, σαν να τη καμάρωνε που ήταν τόσο όμορφη κόντρα στον ήλιο..
Γύρισε απότομα και τον κοίταξε…
-Αν χαμογελούσες και λίγο…
-Όταν το νοιώσω θα το δεις…θέλεις καφέ?
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με ένα μικρό χαμόγελο… Ήθελε καφέ από τα χέρια της…
Ούτε θυμόταν πόσο καιρό είχε να πιει καφέ από τα χέρια της…
Ίσως από τότε που είχε να τη δει να ανοίγει το παράθυρο πρωί-πρωί , κόντρα στον ήλιο…
-Σ’ αγαπώ… , της φώναξε καθώς εκείνη έψηνε το καφέ του…
Έστριψε το κεφάλι της προς το μέρος του και του χαμογέλασε…
Έλαμψε το πρόσωπο του…
-Σκέφτηκες αυτά που σου είπα?
-…και εγώ σ’ αγαπώ.., του απάντησε εκείνη.
-χαμογέλασες καρδιά μου.. χαμογέλασες..
-…σε ευχαριστώ που είσαι εδώ..
Πλησίασε και την αγκάλιασε…
-εδώ είναι το λιμάνι μου… εδώ είσαι εσύ… θα ξαναζήσουμε Μυρτώ.. τώρα το ξέρω καλά.. είμαι σίγουρος κορίτσι μου…
Την έσφιξε δυνατά σαν να ‘θελε να της πάρει την ανάσα και να της δώσει ζωή ξανά…
Εκείνη δεν μίλησε… Αναστέναξε σαν να του ‘δινε την ανάσα που ζητούσε…
Μια ανάσα και ένα καφέ βαρύ γλυκό, που χυνόταν από το μπρίκι…
Σιγά σιγά έφτασαν στο καφενείο της γωνίας… Δίπλα από το κάβο των πλοίων της γραμμής.
-Θέλεις να καθίσουμε?, τη ρώτησε…
-Αν θέλεις εσύ…
Ο Μιχάλης τράβηξε την ψάθινη καρέκλα για να καθίσει η γυναίκα του.. και αυτός βολεύτηκε δίπλα της. Της έπιασε το χέρι και το χάιδεψε απαλά, πάνω στο τραπέζι…
Πήγαινε κι ερχόταν το κύμα και χτύπαγε γλυκά στο τσιμέντο της προβλήτας…
-Μιχάλη θέλω να σου μιλήσω…του είπε ξαφνικά….
-Πρώτα εγώ…είναι σοβαρό…
-Άσε με να …
-Ξέρω τι πρέπει να γίνει… Αν θέλεις και εσύ.., την έκοψε.
-Είναι πολλά…
-Είμαστε νέοι ακόμη…αν θέλεις, πριν φύγω, να προσπαθήσουμε… να ξεκινήσουμε από την αρχή… Μπορεί ο Θεός να μας δώσει πάλι παιδιά… Δοκιμασία ήταν…
Έφερε τα δάχτυλά της στα χείλη της, τρέμοντας…
-Τι μου ζητάς? Να τα αρνηθώ… Να τα σβήσω..? Να τα θάψω πιο βαθιά? Τι?
-Να ξαναζήσουμε Μυρτώ.. Να ξαναζήσουμε..
-Ποιοι? Πότε ζήσαμε Μιχάλη? Πόσο ζήσαμε μαζί, όλα αυτά τα χρόνια… Τι να ξαναζήσουμε? Τι να ξαναζήσω? Τη μοναξιά μου… Τα ατέλειωτα βράδια ερημιάς? Τι? Εσύ στις θάλασσες και στα πελάγη και εγώ να πνίγομαι? Πάλι? Πάλι? …φώναξε δυνατά και σκέπασε το πρόσωπό της με τις χούφτες της..
Ένα αεράκι φύσηξε κι άγγιξε τις ψυχές τους… Της έπιασε το χέρι και το έσφιξε δυνατά…
-Κρυώνεις καρδιά μου?…τη ρώτησε.
Δεν απάντησε, μόνο τα μάτια της μιλούσαν και έτρεχαν δάκρυα…
-Εσύ είσαι το λιμάνι μου…, της είπε κοιτάζοντάς την μες στα μάτια βαθιά..
-Το δικό μου λιμάνι που είναι?…τον ρώτησε, τραβώντας το χέρι της.
Εκείνος κατέβασε το κεφάλι και το αεράκι δυνάμωσε…και σήκωσε κύμα… και έβρεξε τους ναύτες που έδεναν κάβους στο πλοίο της γραμμής που μόλις είχε φτάσει στο λιμάνι…
Κατέβαιναν γρήγορα οι επιβάτες. Ανάμεσα τους φαντάροι με μετάθεση, καλόγεροι , γυναίκες με παιδιά και ναυτικοί που γύριζαν στις οικογένειες τους ύστερα από μακρινά ταξίδια στις θάλασσες..
Άνοιγαν αγκαλιές γι αυτούς στη προβλήτα και τους έπνιγαν στα φιλιά.. Οι φαντάροι τρομαγμένοι και αμήχανοι έμπαιναν σε γραμμές κάτω από τις δυνατές φωνές αξιωματικών και υπαξιωματικών… Φορτωμένοι με σάκους ανέβαιναν στη συνέχεια στα φορτηγά που θα τους μετέφεραν σε κάποια στρατόπεδα του νησιού.
Με μια βαλίτσα στο χέρι στεκόταν κι ο Μάρκος. Την άφησε στα πόδια του και άναψε τσιγάρο.
-Θέλω να φύγουμε…, είπε η Μυρτώ…
-Ακόμα δεν καθίσαμε κορίτσι μου…
-Σε παρακαλώ… Δε μπορώ..
Κούνησε το κεφάλι του ο Μιχάλης στενάχωρα και σηκώθηκαν…
-Δεν είμαι έτοιμη…
-Εντάξει…Θα προσπαθήσουμε να ξαναζήσουμε?, τη ρώτησε κρατώντας την από το χέρι…
Εκείνη δεν μίλησε , απλά έγειρε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.
Άφησαν πίσω τους το τραπεζάκι του καφενείου και προχώρησαν…
Δεν συναντήθηκαν τα βλέμματα τους…. ίσως μόνο οι σκιές τους να άγγιξαν η μία την άλλη…
Σε μία από τις ψάθινες καρέκλες τους, κάθισε ο Μάρκος… για να παραγγείλει τον πρώτο του καφέ στο νησί.
-Σκέτο και δυνατό , για να ξυπνήσω φίλε…
Φύσηξε αέρας δυνατός, το ίδιο βράδυ.
Με δυσκολία περπατούσαν οι περαστικοί στο δρόμο της παραλίας… Κάποιοι κυνηγούσαν τα καπέλα τους και οι γυναίκες κρατούσαν γερά τις φούστες τους , κόντρα στον άνεμο…
Από ψηλά, από το παράθυρο του ξενοδοχείου, με ένα τσιγάρο στο στόμα , ο Μάρκος παρατηρούσε τους λιγοστούς ανθρώπους να διασχίζουν βιαστικά το δρόμο…
Οι βάρκες χτυπούσαν στη προκυμαία και απέναντι, στη Μικρά Ασία, τρεμόσβηναν φώτα…
Εκεί καρφώθηκε το βλέμμα του… μέχρι τη στιγμή που το τράβηξαν οι φωνές των ψαράδων που πάλευαν να σώσουν τις βάρκες τους από τα κύματα.
Πήρε το σακάκι του και κατέβηκε…
….Άνοιξε το παράθυρο να μπει φως στο σπίτι.
Νωρίς το πρωί ο ήλιος θάμπωνε και εκείνη τον κοίταξε κατάματα.. Τα παιδιά της γειτονιάς
έτρεχαν για το σχολείο…Ο άνεμος είχε κοπάσει και η μέρα ξεκινούσε…
-Ξέρεις πόσο καιρό έχω να σε δω να ανοίγεις το πρωί παράθυρο…
Ο Μιχάλης στεκόταν πίσω της, σαν να τη καμάρωνε που ήταν τόσο όμορφη κόντρα στον ήλιο..
Γύρισε απότομα και τον κοίταξε…
-Αν χαμογελούσες και λίγο…
-Όταν το νοιώσω θα το δεις…θέλεις καφέ?
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με ένα μικρό χαμόγελο… Ήθελε καφέ από τα χέρια της…
Ούτε θυμόταν πόσο καιρό είχε να πιει καφέ από τα χέρια της…
Ίσως από τότε που είχε να τη δει να ανοίγει το παράθυρο πρωί-πρωί , κόντρα στον ήλιο…
-Σ’ αγαπώ… , της φώναξε καθώς εκείνη έψηνε το καφέ του…
Έστριψε το κεφάλι της προς το μέρος του και του χαμογέλασε…
Έλαμψε το πρόσωπο του…
-Σκέφτηκες αυτά που σου είπα?
-…και εγώ σ’ αγαπώ.., του απάντησε εκείνη.
-χαμογέλασες καρδιά μου.. χαμογέλασες..
-…σε ευχαριστώ που είσαι εδώ..
Πλησίασε και την αγκάλιασε…
-εδώ είναι το λιμάνι μου… εδώ είσαι εσύ… θα ξαναζήσουμε Μυρτώ.. τώρα το ξέρω καλά.. είμαι σίγουρος κορίτσι μου…
Την έσφιξε δυνατά σαν να ‘θελε να της πάρει την ανάσα και να της δώσει ζωή ξανά…
Εκείνη δεν μίλησε… Αναστέναξε σαν να του ‘δινε την ανάσα που ζητούσε…
Μια ανάσα και ένα καφέ βαρύ γλυκό, που χυνόταν από το μπρίκι…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ