Παρασκευή 30 Νοεμβρίου 2007

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 8

8
Περπατούσαν αργά στη προβλήτα και εκείνος τη κρατούσε σφιχτά από τη μέση… Που και που χαιρετούσαν κάποιο γνωστό που έδειχνε έκπληκτος για τη συνάντηση μαζί τους… Χαμένοι από τον κόσμο, μήνες τώρα αποτελούσαν θέμα συζήτησης για φίλους και γνωστούς.
Σιγά σιγά έφτασαν στο καφενείο της γωνίας… Δίπλα από το κάβο των πλοίων της γραμμής.
-Θέλεις να καθίσουμε?, τη ρώτησε…
-Αν θέλεις εσύ…
Ο Μιχάλης τράβηξε την ψάθινη καρέκλα για να καθίσει η γυναίκα του.. και αυτός βολεύτηκε δίπλα της. Της έπιασε το χέρι και το χάιδεψε απαλά, πάνω στο τραπέζι…
Πήγαινε κι ερχόταν το κύμα και χτύπαγε γλυκά στο τσιμέντο της προβλήτας…
-Μιχάλη θέλω να σου μιλήσω…του είπε ξαφνικά….
-Πρώτα εγώ…είναι σοβαρό…
-Άσε με να …
-Ξέρω τι πρέπει να γίνει… Αν θέλεις και εσύ.., την έκοψε.
-Είναι πολλά…
-Είμαστε νέοι ακόμη…αν θέλεις, πριν φύγω, να προσπαθήσουμε… να ξεκινήσουμε από την αρχή… Μπορεί ο Θεός να μας δώσει πάλι παιδιά… Δοκιμασία ήταν…
Έφερε τα δάχτυλά της στα χείλη της, τρέμοντας…
-Τι μου ζητάς? Να τα αρνηθώ… Να τα σβήσω..? Να τα θάψω πιο βαθιά? Τι?
-Να ξαναζήσουμε Μυρτώ.. Να ξαναζήσουμε..
-Ποιοι? Πότε ζήσαμε Μιχάλη? Πόσο ζήσαμε μαζί, όλα αυτά τα χρόνια… Τι να ξαναζήσουμε? Τι να ξαναζήσω? Τη μοναξιά μου… Τα ατέλειωτα βράδια ερημιάς? Τι? Εσύ στις θάλασσες και στα πελάγη και εγώ να πνίγομαι? Πάλι? Πάλι? …φώναξε δυνατά και σκέπασε το πρόσωπό της με τις χούφτες της..
Ένα αεράκι φύσηξε κι άγγιξε τις ψυχές τους… Της έπιασε το χέρι και το έσφιξε δυνατά…
-Κρυώνεις καρδιά μου?…τη ρώτησε.
Δεν απάντησε, μόνο τα μάτια της μιλούσαν και έτρεχαν δάκρυα…
-Εσύ είσαι το λιμάνι μου…, της είπε κοιτάζοντάς την μες στα μάτια βαθιά..
-Το δικό μου λιμάνι που είναι?…τον ρώτησε, τραβώντας το χέρι της.
Εκείνος κατέβασε το κεφάλι και το αεράκι δυνάμωσε…και σήκωσε κύμα… και έβρεξε τους ναύτες που έδεναν κάβους στο πλοίο της γραμμής που μόλις είχε φτάσει στο λιμάνι…
Κατέβαιναν γρήγορα οι επιβάτες. Ανάμεσα τους φαντάροι με μετάθεση, καλόγεροι , γυναίκες με παιδιά και ναυτικοί που γύριζαν στις οικογένειες τους ύστερα από μακρινά ταξίδια στις θάλασσες..
Άνοιγαν αγκαλιές γι αυτούς στη προβλήτα και τους έπνιγαν στα φιλιά.. Οι φαντάροι τρομαγμένοι και αμήχανοι έμπαιναν σε γραμμές κάτω από τις δυνατές φωνές αξιωματικών και υπαξιωματικών… Φορτωμένοι με σάκους ανέβαιναν στη συνέχεια στα φορτηγά που θα τους μετέφεραν σε κάποια στρατόπεδα του νησιού.
Με μια βαλίτσα στο χέρι στεκόταν κι ο Μάρκος. Την άφησε στα πόδια του και άναψε τσιγάρο.

-Θέλω να φύγουμε…, είπε η Μυρτώ…
-Ακόμα δεν καθίσαμε κορίτσι μου…
-Σε παρακαλώ… Δε μπορώ..
Κούνησε το κεφάλι του ο Μιχάλης στενάχωρα και σηκώθηκαν…
-Δεν είμαι έτοιμη…
-Εντάξει…Θα προσπαθήσουμε να ξαναζήσουμε?, τη ρώτησε κρατώντας την από το χέρι…
Εκείνη δεν μίλησε , απλά έγειρε και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.
Άφησαν πίσω τους το τραπεζάκι του καφενείου και προχώρησαν…
Δεν συναντήθηκαν τα βλέμματα τους…. ίσως μόνο οι σκιές τους να άγγιξαν η μία την άλλη…
Σε μία από τις ψάθινες καρέκλες τους, κάθισε ο Μάρκος… για να παραγγείλει τον πρώτο του καφέ στο νησί.
-Σκέτο και δυνατό , για να ξυπνήσω φίλε…


Φύσηξε αέρας δυνατός, το ίδιο βράδυ.
Με δυσκολία περπατούσαν οι περαστικοί στο δρόμο της παραλίας… Κάποιοι κυνηγούσαν τα καπέλα τους και οι γυναίκες κρατούσαν γερά τις φούστες τους , κόντρα στον άνεμο…
Από ψηλά, από το παράθυρο του ξενοδοχείου, με ένα τσιγάρο στο στόμα , ο Μάρκος παρατηρούσε τους λιγοστούς ανθρώπους να διασχίζουν βιαστικά το δρόμο…
Οι βάρκες χτυπούσαν στη προκυμαία και απέναντι, στη Μικρά Ασία, τρεμόσβηναν φώτα…
Εκεί καρφώθηκε το βλέμμα του… μέχρι τη στιγμή που το τράβηξαν οι φωνές των ψαράδων που πάλευαν να σώσουν τις βάρκες τους από τα κύματα.
Πήρε το σακάκι του και κατέβηκε…



….Άνοιξε το παράθυρο να μπει φως στο σπίτι.
Νωρίς το πρωί ο ήλιος θάμπωνε και εκείνη τον κοίταξε κατάματα.. Τα παιδιά της γειτονιάς
έτρεχαν για το σχολείο…Ο άνεμος είχε κοπάσει και η μέρα ξεκινούσε…
-Ξέρεις πόσο καιρό έχω να σε δω να ανοίγεις το πρωί παράθυρο…
Ο Μιχάλης στεκόταν πίσω της, σαν να τη καμάρωνε που ήταν τόσο όμορφη κόντρα στον ήλιο..
Γύρισε απότομα και τον κοίταξε…
-Αν χαμογελούσες και λίγο…
-Όταν το νοιώσω θα το δεις…θέλεις καφέ?
Εκείνος κούνησε το κεφάλι του με ένα μικρό χαμόγελο… Ήθελε καφέ από τα χέρια της…
Ούτε θυμόταν πόσο καιρό είχε να πιει καφέ από τα χέρια της…
Ίσως από τότε που είχε να τη δει να ανοίγει το παράθυρο πρωί-πρωί , κόντρα στον ήλιο…
-Σ’ αγαπώ… , της φώναξε καθώς εκείνη έψηνε το καφέ του…
Έστριψε το κεφάλι της προς το μέρος του και του χαμογέλασε…
Έλαμψε το πρόσωπο του…
-Σκέφτηκες αυτά που σου είπα?

-…και εγώ σ’ αγαπώ.., του απάντησε εκείνη.
-χαμογέλασες καρδιά μου.. χαμογέλασες..
-…σε ευχαριστώ που είσαι εδώ..
Πλησίασε και την αγκάλιασε…
-εδώ είναι το λιμάνι μου… εδώ είσαι εσύ… θα ξαναζήσουμε Μυρτώ.. τώρα το ξέρω καλά.. είμαι σίγουρος κορίτσι μου…
Την έσφιξε δυνατά σαν να ‘θελε να της πάρει την ανάσα και να της δώσει ζωή ξανά…
Εκείνη δεν μίλησε… Αναστέναξε σαν να του ‘δινε την ανάσα που ζητούσε…
Μια ανάσα και ένα καφέ βαρύ γλυκό, που χυνόταν από το μπρίκι…
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2007

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 7



7

Δέκα μήνες μετά…

Μπήκε στο γραφείο του λιμενάρχη …
-Χρειάζομαι λίγες μέρες άδεια…
….Κατέβηκε τα σκαλιά του λιμεναρχείου μαζί με το Φίλιππο… Στάθηκε στην είσοδο…
-Πρέπει να τη δω… να μάθω πως είναι…
-Δεν νομίζω ότι είναι η καλύτερη ιδέα…
-Ίσως…. Να με χρειάζεται…
-Τώρα θα είναι ο άντρας της εκεί… Ύστερα απ’ ότι έγινε…
-Καταλαβαίνεις ότι υποφέρει…
-…δεν έχει προλάβει να σε σκεφτεί… ότι έγινε έγινε… συνέχισε τη ζωή σου Μάρκο…
-…θα πάω..
-είσαι τρελός… ως τι θα εμφανιστείς?
-δεν θα εμφανιστώ… θα τη δω από μακριά.. θα μάθω πως είναι…
Προχώρησαν κουβεντιάζοντας, προς την προβλήτα…
-ρε συ έχεις καταλάβει τι έπαθε η γυναίκα? ΄Έχασε και τα δυο της παιδιά και συ ζητάς έρωτες και περιπέτειες?
-με έχει ανάγκη το ξέρω.. με χρειάζεται…
-έχεις τρελαθεί… τελείωσε… Πέρασε τόσος καιρός…
-θα φύγω απόψε…
-αφού δεν έχει άλλο λεωφορείο για Αθήνα…
-θα πάω στη Καλαμάτα και θα πάρω από εκεί το βραδινό.. και αύριο από το Πειραιά το πλοίο για τη Χίο.. Θα τη βρω.. πρέπει ρε Φιλιππάκο…


Στεκόταν στο παράθυρο και κοίταζε το δρόμο… Ακίνητη, αμίλητη… Στους ώμους της είχε πέσει το μαύρο μαντήλι και πιο πίσω η Γραμματική καθάριζε χόρτα στο τραπέζι…
-Μυρτώ μου… να σου κάνω ένα καφεδάκι?
Δεν απάντησε… Δεν κούνησε ούτε το κεφάλι της…
-Γιατί κορίτσι μου δεν μου μιλάς? Δεν έφταιξα η καημένη…, είπε η γριά γυναίκα και έβαλε τα κλάματα για άλλη μια φορά…
-Τα πρόσεχα Μυρτώ μου… τα πρόσεχα … όσο μπορούσα.. γιατί δεν πνιγόμουνα εγώ η παλιόγρια? Γιατί θεέ μου…?
Γύρισε και την κοίταξε…
Μήνες τώρα η ίδια εικόνα στο σπίτι του καπετάνιου. Οι ζημιές από την καταστροφή είχαν επιδιορθωθεί, έστω πρόχειρα, αν και οι τοίχοι σε πολλά σημεία είχαν ακόμη το χρώμα της λάσπης… Εκείνη δεν μιλούσε πια πολύ, σχεδόν καθόλου … Τα απομεσήμερα τα περνούσε στo κοιμητήριο… Καθόταν ώρες εκεί… Κοιτούσε τις φωτογραφίες , φύτευε λουλούδια σε μικρές γλάστρες και έπαιζε με τα παιχνίδια τους πάνω στο ψυχρό μάρμαρο…
Κάποιες φορές ακουμπούσε το κεφάλι της πάνω στο τάφο σαν να ήθελε να αφουγκραστεί τις καρδιές τους ή το παραμιλητό τους , όπως έκανε όταν έμεναν μαζί της…
Γιατί έτσι έλεγε τώρα η Μυρτώ… όταν αναφερόταν σε αυτά…” τώρα που δεν μένουν πια μαζί μου….”
Ο Μιχάλης την είχε βρει πολλές φορές, αργά το βράδυ να κοιμάται στο …νέο τους σπιτάκι…, πάνω στο μάρμαρο… Άλλες πάλι να τους λέει παραμύθια…”για να κοιμηθούν…Μιχάλη μου…Να μην δουν κακά όνειρα…” Της σκούπιζε τα μάτια, την αγκάλιαζε και σιγά σιγά μαζί κατηφόριζαν για το σπίτι…
-Λες να κρυώνουν απόψε? Κάνει ψύχρα… να τους φέρουμε τα ζακετάκια τους…
-Πάμε καλή μου… πάμε κυρά μου…
Και έφταναν στο σπίτι, και η Γραμματική τους περίμενε στην πόρτα… Σπάνια μιλούσαν πια σαν οικογένεια…
Ο καθένας είχε τις δικές του ενοχές…
“…με έφαγε η θάλασσα… αν ήμουν στο νησί…” , έλεγε ο Μιχάλης κάθε τόσο…
“…δεν μπορούσα να τα σώσω… πάλεψα αλλά δεν τα κατάφερα..”, έλεγε η Γραμματική..
H Μυρτώ δεν μιλούσε… Κρατούσε τις ενοχές για το κουρασμένο της μυαλό…
‘Aλλες βραδιές πάλι, την ώρα που έπεφτε ο ήλιος, κατέβαινε στη πόλη και πήγαινε στις παλιές γειτονιές.. Περνούσε τη πύλη του κάστρου και περπατούσε στα μικρά δρομάκια , ανάμεσα στα χαμόσπιτα με τους πλούσιους κήπους, τους γεμάτους αγιόκλημα, γιασεμί…και παιδικές φωνές που σαν λάμψεις διαπερνούσαν τις μάντρες και τη ψυχή της.
Έπαιζαν κρυφτό και κυνηγιόντουσαν και εκείνη έκρυβε καλά στη καρδιά και στο μυαλό τον Ανδρέα και την Άννα… Βαθιά να μην τα βρει κανείς… Και όταν έφτανε στην άκρη του κάστρου, πάνω από τη θάλασσα, ψιθύριζε <πορτοκάλι> και εκείνα έβγαιναν και έτρεχαν γύρω της και πάνω στις πολεμίστρες , έως πέρα μακριά.. πάνω στα κύματα!
Και ύστερα έκλαιγε.. και έπιανε βροχή… και αυτή κοίταζε τον ουρανό σαν να του ζητούσε να ξεπλύνει τις ενοχές της …



Σαν να περίμενε τα δάκρυά της να τα φέρουν τα κύματα στα βράχια του Ναβαρίνου, στεκόταν και εκείνος στον ‘Έβδομο… Την ώρα που ερωτεύονται ουρανός και θάλασσα… Και άκουγε το κλάμα της μαζί τον αέρα και ένοιωθε την αύρα της, θλιμμένη, να έρχεται από το πέλαγος…
Και ύστερα έκλαιγε… και έπιανε βροχή….


Ο καπετάνιος έμπαινε στο καφενείο του λιμανιού, με κεφάλι σκυφτό και πρόσωπο σκαμμένο… Ότι δεν κατάφερε η θάλασσα τόσα χρόνια το είχε κάνει ο ουρανός σε μια νύχτα…
-Ναυάγησα, έλεγε στους φίλους που του γέμιζαν το ποτήρι… και ακουμπούσαν τη ψυχή του και ένοιωθαν τα κύματά της να χτυπάνε στο μυαλό…
-Κουράγιο ρε Μιχάλη…
-Ναυάγησα…ξανάλεγε, άδειαζε το ποτήρι και έπαιρνε το δρόμο του…
Έφτανε στο σπίτι με βήματα βαριά … ‘Έτσι έφτασε και εκείνο το βράδυ, την ώρα που η μάνα του έβαζε το φαΐ στο τραπέζι…
-Θα φύγω, τις είπε…
Γύρισαν και τον κοίταξαν …
-Να φας πρώτα, είπε η Γραμματική , κάνοντας πως δεν κατάλαβε…
-Στη θάλασσα μάνα.., απάντησε εκείνος και κοίταξε τη Μυρτώ…
….-Πρέπει να συνεχίσουμε τη ζωή μας… να δουλέψω… με το να κάθομαι στο νησί δεν αλλάζει κάτι…
-Τι θα κάνουμε μόνες μας?
-ότι κάνατε πάντα… ότι κάναμε όλοι μας πάντα…
-άσε με μένα… τούτη τη δύστυχη δεν τη λυπάσαι? Δεν την βλέπεις?
-Να πας…, βγήκε σιγά η φωνή της και το ξανάπε…<να πας!>
-κόρη μου τρελάθηκες…δεν είναι όπως πριν…
-τίποτα δεν θα είναι όπως πριν μάνα… να πάει όμως…
-θα με απαλύνει η θάλασσα κυρά Γραμματική…
Κάθισε η γριά γυναίκα και στήριξε το κεφάλι της στο χέρι… Έσπρωξε από μπροστά της το πιάτο και σκούπισε με τη χούφτα το τραπέζι…
-Εσύ ξέρεις…
-Ξέρω… γι΄ αυτό θα φύγω… έχω ειδοποιήσει την εταιρία… περιμένω μπάρκο..
-Να θυμάσαι ότι η θάλασσα θα σε φάει… σαν το πατέρα σου..
-μην αρχίζεις τέτοιες κουβέντες να χαρείς…
-ότι χάρηκα…χάρηκα…
-μάνα σε παρακαλώ…
-μιλάς σαν να μη ξέρεις τη θάλασσα…
-…ενώ εσύ που ξέρεις τη στεριά…
Πάγωσε η Γραμματική…Τον κοίταξε στα μάτια…Εκείνος δάγκωσε τα χείλη και ψιθύρισε “συγνώμη”… Το είπε ξανά, λίγο πριν η μάνα του βγει από το δωμάτιο με σκυμμένο το κεφάλι…


Φόρτωναν βαλίτσες στο λεωφορείο και ένας άνδρας φώναζε δυνατά με βαριά φωνή “… για Αθήνα αριστερά… Καλαμάτα, Μεγαλόπολη, Τρίπολη, Άργος, Κόρινθος …δεξιά…άντε γρήγορα…αργήσαμε…”
Βοηθούσε με νευρικές κινήσεις ,τους επιβάτες να βάλουν στο λεωφορείο τις αποσκευές τους… και νευρίαζε μάλιστα όταν τον ρωτούσαν για όλα αυτά που φώναζε τόση ώρα πριν…
Ο Μάρκος είχε καθίσει σε μια θέση , στο πίσω μέρος…δίπλα στο παράθυρο… και κοιτούσε τον αχθοφόρο που πάλευε να εξηγεί και να φορτώνει…


Δίπλωσε αργά τα ρούχα των παιδιών, και τα άφησε σε μικρές στοίβες πάνω στο κρεβάτι… Δίπλα και τα παιχνίδια τους…Τα άγγιζε κάθε τόσο και ύστερα τα μύριζε… Και έβλεπε τις εικόνες τους, να τρέχουν και να παίζουν στο σπίτι και την αυλή! Διάφανες εικόνες αλλά με ήχους δυνατούς και φωνές και τραγούδια και κλάματα… Μαζί και οι δικοί της λυγμοί, άλλοτε σιωπηροί, άλλοτε δυνατοί σαν να την έπνιγαν και ήθελε να ανασάνει…
-Κλάψε κορίτσι μου…, την παρότρυνε η Γραμματική που στεκόταν σε μια γωνιά του δωματίου με σταυρωμένα τα χέρια μπροστά στο στόμα της…
Τα χέρια του καπετάνιου τράβηξαν αργά, πίσω τη γριά γυναίκα. Πλησίασε και στάθηκε πάνω από τη Μυρτώ. Την άγγιξε απαλά στον ώμο…
-Θέλεις να περπατήσουμε? Μέχρι τη θάλασσα, όπως παλιά…
Τον κοίταξε σκουπίζοντας τα μάτια της…
-…και ύστερα θα σταματήσουμε στο λιμάνι για ένα ουζάκι.. Όπως παλιά Μυρτώ..
-Ο κόσμος γιε μου…, πετάχτηκε η μάνα του…
-...δεν πονάει περισσότερο μάνα…, την έκοψε εκείνος.
Σήκωσε τη γυναίκα του από το κρεβάτι και με φωνή δυνατή της ζήτησε να ντυθεί… Εκείνη δεν μίλησε, μόνο τον κοίταξε βαθιά στα μάτια… Μπορούσε ακόμα να διαβάζει τη ψυχή του…
-Τι λες , πάμε? … της είπε εκείνος και ύστερα από πολύ καιρό χαμογέλασε…


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2007

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 6



6


Στο γραφείο δίπλα από μια στοίβα χαρτιά υπήρχε ζεστός καφές…
Έγραφε συνεχώς και συμπλήρωνε καταστάσεις…
Ο Φίλιππος στεκόταν στο απέναντι γραφείο…
-Δεν φάνηκες χθες το βράδυ…Σε περιμέναμε μαζί με τους άλλους…
-Κοιμήθηκα…ήμουν πτώμα…έπεσα από νωρίς… πως περάσατε?
-μια χαρά…αλλά εσύ φαντάζομαι καλύτερα…
-..ναι, ξεκουράστηκα…
-δεν λέω αυτό…
-τότε πες αυτό που θέλεις ρε Φίλιππε…
-σας είδαν…
Σηκώθηκε από το γραφείο, σπρώχνοντας στην άκρη τους φακέλους και τα χαρτιά…
-ποιους?
-ποιους ή ποιοι ? εσένα και εκείνη…στον Έβδομο…
-Ποιος σου του είπε?
-..το κουβέντιαζαν το βράδυ στο καφενείο…
-ποιοι?
-τι ποιοι ρε? Πολύ θέλει…σας πήραν μάτι στο φρούριο και έγινε βούκινο…
-τη ξεναγούσα..
-και τη φιλούσες…
Τον άρπαξε από το γιακά της στολής…
-σιγά ρε φίλε… μην αρπάζεσαι…ωραίος φίλος είσαι…αντί να μου τα πεις νευριάζεις…ο Φίλιππος είμαι ρε…τι φοβάσαι?
Κατέβασε αργά το χέρι από πάνω του και τον χτύπησε σιγά στον ώμο…
-συγνώμη… τα έχω παίξει λίγο
-λίγο είναι αυτό ?
-πολύ…πάρα πολύ…
-και αυτή ? παντρεμένη δεν είναι?
-ναι… αυτό ήταν ….αύριο θα φύγει…
-και εσύ…
-εγώ …εγώ… θα τη θυμάμαι…
-ερωτεύτηκες?
-αγάπησα…
-κι η Κατερίνα…?
-σου είπα…αύριο θα φύγει και όλα θα είναι όπως πρώτα…
-μακάρι…
Τους διέκοψε η φωνή ενός συναδέλφου τους…μπήκε στο γραφείο βιαστικός…
-Ακούσατε ραδιόφωνο?
-τέτοια ώρα τέτοια λόγια…τι έγινε ρε συ?
-Κατακλυσμός στη Χίο… ολόκληρα χωριά σκεπάστηκαν από λάσπη… Πνίγηκε κόσμος…
-Έλα ρε πότε?…ρώτησε ο Φίλιππος.
-το βράδυ…κατακλυσμός σου λέει… έχει έρθει και ένα σήμα από το λιμεναρχείο Χίου… και πρέπει να το προωθήσουμε στο Μπάρι…για το Αφροδίτη ΙΙ…
-Γιατί?…ρώτησε ο Μάρκος…
-πνίγηκαν τα παιδιά του…
Τον έσπρωξε και βγήκε έξω…
-Τι έπαθε ρε?
-ξέρει αυτός, είπε ο Φίλιππος και φώναξε…-Μάρκο…
Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες του λιμεναρχείου…Στην είσοδο στάθηκε…Σκέφτηκε λίγο και σκούπισε τον ιδρώτα στο πρόσωπό του…

Το λεωφορείο άφηνε πίσω του τη Πύλο…Ανέβαινε αγκομαχώντας τις στροφές και η Μυρτώ είχε γείρει το κεφάλι της στο τζάμι… Έβλεπε πίσω της την πόλη σαν να ήταν η τελευταία φορά… Τα μάτια της θόλωναν από τα δάκρυα και το τζάμι από τα χνώτα της… Τράβηξε μια γραμμή με το δάχτυλό της και είδε τη θάλασσα μέσα της πιο καθαρά… Τον άκουσε…
<Κοίτα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου είναι το Ιόνιο… Και εκείνα τα βράχια είναι η Σφαχτηρία…Όταν πέφτει ο ήλιος είναι που οι άνθρωποι ζηλεύουν… Τότε θάλασσα και ουρανός γίνονται ένα… και ο ήλιος σβήνει σιγά το φως για να μην τους βλέπουμε…Γιατί εκείνη ντρέπεται και κοκκινίζει…> Έκλεισε τα μάτια της…
Βρήκε τη Ματούλα στην είσοδο…
-καλώς τον…
-η Μυρ.. η κυρία Μαρή εδώ είναι? Έτρεμε η φωνή του και ο ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπο του…
-Έφυγε παλικάρι μου..
-τι …έφυγε?? Πότε?
-με των 9… τι τρέχει?
Είδε η Ματούλα στα μάτια του τον τρόμο … Αυτός δεν μίλησε… Έμεινε ακίνητος για λίγο…
-τι τρέχει?
-πρέπει να την προλάβω..
-….κάτι κακό?
Δεν απάντησε…έφυγε και η γυναίκα έμεινε να τον κοιτάει να τρέχει..
Έφτασε στο λιμεναρχείο ,πήρε τη μηχανή και χάθηκε σαν αστραπή…
Χτυπούσε ο αέρας το πρόσωπο και έτσουζαν τα μάτια του… Το λεωφορείο απομακρυνόταν από τη Πύλο αλλά η μηχανή το πλησίαζε…Το είδε από μακριά να στρίβει και πάτησε το γκάζι περισσότερο…


Η θάλασσα ήταν ήρεμη… Λίγο έξω από το Μπάρι το πλοίο ακολουθούσε τη ρότα του… Και η ζωή τη δικιά της…
Στη γέφυρα στεκόταν ο Μιχάλης και έδινε σε κάποιο δόκιμο τις τελευταίες οδηγίες για το ταξίδι… Ρωτούσε αν όλα ήταν εντάξει στο φορτίο και στις προμήθειες και ζήτησε να συγκεντρωθεί το πλήρωμα στο κατάστρωμα…
Ο ασυρματιστής του έδωσε το σήμα…
-αργότερα Βαγγέλη, αν δεν είναι σπουδαίο…, του είπε και πήρε τα κιάλια..
-είναι καπετάνιε… απάντησε εκείνος με σφιγμένα χείλη…
-τι έγινε ρε και έχασες το χρώμα σου?
Πήρε το χαρτί στο χέρι, το κοίταξε και άπλωσε το χέρι του στη λαμαρίνα… για να στηριχτεί… Εκεί στήριξε και το κεφάλι του… Ένας –ένας οι ναύτες και οι άλλοι συγκεντρώνονταν στη γέφυρα…
-όρθιος καπετάνιε, ακούστηκε δυνατά μια φωνή … και ύστερα σιωπή…
Μόνο οι μηχανές ακούγονταν… Και μια κραυγή…που έφτασε μέχρι κάτω στα αμπάρια και μέχρι πάνω στα σύννεφα…


Από το τζάμι κοιτούσε τα σύννεφα που είχαν αρχίσει να σκουραίνουν… Το λεωφορείο συνέχιζε το ταξίδι του και εκείνη το δικό της… Κατέβασε το βλέμμα απότομα και τον είδε στη μηχανή να κάνει νόημα στον οδηγό… Ταράχτηκε… Έκλεισε με τη χούφτα το στόμα της την ώρα που το λεωφορείο σταμάτησε…
Άκουγε τη φωνή του να απευθύνεται στον οδηγό και μετά να την φωνάζει…
Προχώρησε δειλά κάτω από τα βλέμματα όλων και κατέβηκε στο δρόμο…
Ο οδηγός την κοιτούσε συνέχεια και οι άλλοι είχαν κολλήσει τα πρόσωπά τους στα τζάμια…
Έμεινε ακίνητη μπροστά του…Την κοιτούσε μέσα στα μάτια…
-δεν έπρεπε να το κάνεις…, ψιθύρισε…
Την κοιτούσε χωρίς να μιλάει… Σφράγισαν τα χείλη του… Δεν έβγαιναν οι λέξεις… Ίσα που ανέπνεε…
-αντίο…, του είπε εκείνη και γύρισε στο λεωφορείο… που ξεκίνησε αμέσως…
Ο Μάρκος έμεινε εκεί.. Στην άκρη του δρόμου… Ακίνητος κοιτούσε μπροστά ακόμη και όταν το λεωφορείο δεν φαινόταν πια…
Έγειρε πάνω στο τιμόνι…


Εγειρε το κορμί της στα κάγκελα του πλοίου… Φυσούσε ένα παγωμένο αεράκι και είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει… Στο βάθος έλαμπαν τα φώτα του Πειραιά και τα μάτια της έτσουζαν από την αρμύρα… Τα σκούπισε με μια απαλή κίνηση των δακτύλων της και ύστερα τυλίχτηκε με το παλτό της…
Ελάχιστοι άνθρωποι στο κατάστρωμα χάζευαν τη θάλασσα και κάποιοι άλλοι είχαν ξαπλώσει σε παγκάκια και καρέκλες…
Κοίταξε τον ουρανό… Χωρίς αστέρια και φεγγάρι πλάκωνε τη σκέψη της… Ένοιωσε το κορμί της να παγώνει και τύλιξε τα χέρια γύρω της… Δυνάμωναν ο αέρας και οι ενοχές…
Παγωμένες και αυτές νέκρωναν το μυαλό που αδυνατούσε να σκεφτεί και να βάλει μια τάξη σε όσα θυμόταν και σε όσα ήθελε να ξεχάσει…
Σκεπασμένη με ένα μαντήλι γαλάζιο, στο κεφάλι, στάθηκε δίπλα της μια γυναίκα … Γύρω στα 45… με ένα τσιγάρο στο χέρι.
Κοιτούσε και εκείνη τον Πειραιά που χανόταν … Τα βλέμματα τους συναντήθηκαν στο ίδιο κύμα…
-Καλησπέρα σας… Της μίλησε. Ήθελε να μιλήσει κάπου…
-Καλησπέρα … μόνη ταξιδεύετε?
-Μόνη…
-και εγώ… με λένε Ευρυδίκη…
-Μυρτώ.. χάρηκα!
-πηγαίνετε Μυτιλήνη?
-όχι.. στη Χίο…εκεί μένω…
-θα κατέβετε πρώτη…
Κούνησε τo κεφάλι καταφατικά και πήρε το τσιγάρο που της προσέφερε η γυναίκα…
-αν δεν έχετε φάει, μπορούμε να φάμε μαζί… δυο γυναίκες έχουν πάντα πολλά να πουν σε ένα μεγάλο ταξίδι… Χαμογέλασε και άναψε το τσιγάρο… με βοήθεια γιατί είχε αρχίσει να φυσάει και χρειάστηκαν πολλές προσπάθειες για να κρατηθεί η φλόγα στον αναπτήρα.


Είχε να αντιμετωπίσει την Κατερίνα… Τον περίμενε έξω από το σπίτι και οι ερωτήσεις της ήταν πιεστικές…
-Σου είπα είχα δουλειά…
-τι δουλειά Μάρκο?
-υπηρεσία…
-που?
-τι που? Στο γήπεδο… τι ερωτήσεις είναι αυτές?
-σε είδαν με μια ξένη… μου το είπαν…
-ακριβώς… γυναίκα καπετάνιου και τη ξενάγησα στο κάστρο… μου το ζήτησε ο λιμενάρχης … εντάξει…?
-γιατί δεν σε πιστεύω?
-γιατί δεν θέλεις να με πιστέψεις… το μυαλό σου φτιάχνει ιστορίες…
-το γράμμα το πήρες?
-ποιο γράμμα? Α ναι.. ναι…
-και?
-Κατερίνα θα τα πούμε αύριο… πρέπει να φύγεις τώρα… είμαι κουρασμένος…
Θυμήθηκε το γράμμα… Στην τσέπη του έμεινε χωρίς να το διαβάσει… Έβαλε ένα ποτήρι νερό και έβγαλε το πουκάμισό του χωρίς να μιλήσει…
-θέλεις να φύγω?
-είμαι κουρασμένος… αύριο ξυπνάω νωρίς.. περιμένουμε πλοία…
-καλά…
Δεν είπε τίποτα άλλο… Προχώρησε στην πόρτα, φόρεσε το παλτό της και έφυγε…
Ο Μάρκος έβγαλε από την τσέπη του παντελονιού , που ήταν πεταμένο σε μια καρέκλα το φάκελο… Τον κοίταξε… και τον άφησε στο τραπέζι χωρίς να τον ανοίξει…
Άναψε τσιγάρο και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού… Το χέρι του άγγιξε το τσαλακωμένο σεντόνι.. Μύρισε την παλάμη του… Το άρωμά της ήταν εκεί…
Πήρε μια βαθιά ανάσα… και κράτησε την αναπνοή του… λες και έκανε μακροβούτι…
Σκέπασε με τα χέρια του το πρόσωπό του … Έμεινε έτσι λίγα δευτερόλεπτα … Κατέβασε τις παλάμες του απότομα στο κρεβάτι και άφησε το σώμα του να πέσει πίσω… Ακίνητος κοιτούσε το ταβάνι… για ώρα… μπορεί και για όλη τη νύχτα…



Περνούσε η ώρα αργά , ο αέρας δυνάμωνε , το πλοίο κουνούσε και εκείνες μιλούσαν στο σαλόνι, με τα πόδια πάνω στον καναπέ και σκεπασμένες με τα παλτά τους … Ποτέ κανείς δεν έμαθε τι είπαν… Μιλούσαν μέχρι αργά τα ξημερώματα και λίγο πριν μπει το πλοίο στο λιμάνι της Χίου, τις πήρε ο ύπνος …

Μύριζε το χώμα και η λάσπη στο νησί, μόλις πάτησε τα πόδια της… Στα χέρια η μικρή βαλίτσα και γύρω της ματιές που τη κοιτούσαν περίεργα, απροσδιόριστα… Σαν να ήξεραν όλοι, σαν να είχαν ταξιδέψει τα νέα από το ένα άκρο της Ελλάδας στο άλλο και την περίμεναν τώρα να τη δικάσουν… Κοίταζε χαμηλά και βάδιζε αργά, αγωνιούσε μη συναντήσει γνωστό και τρύπωσε στα στενά πάνω από το λιμάνι..
Μικρός ο κόσμος και ο δικός της μια σταλιά γέμιζε από τ’ απροσδιόριστα βλέμματα των περαστικών… Σιγοψιθύριζαν στο πέρασμά της αλλά κανείς δεν της μιλούσε…
Ένοιωθε τις ενοχές να τη πνίγουν και τις ματιές των άλλων να τη καρφώνουν μέχρι να βγει αίμα…
-Μυρτώ…, άκουσε τη φωνή μιας γυναίκας … Πήρε βαθιά ανάσα , γύρισε και χαμογέλασε αμήχανα…
Η γυναίκα τη πλησίασε και την αγκάλιασε σφιχτά…
-Κορίτσι μου… υπομονή, της ψιθύρισε ….


Εκεί στο πλακόστρωτο του στενού δρόμου δικάστηκε και καταδικάστηκε…
Η βαλίτσα έπεσε από τα χέρια της και οι δυο γυναίκες έμειναν εκεί, ακίνητες και αγκαλιασμένες σφιχτά…
Τις κοίταζαν από τα γύρω μπαλκόνια , να στέκονται στη μέση του δρόμου… και είδαν τη μια να σωριάζεται κάτω και την άλλη να προσπαθεί να τη κρατήσει καλώντας σε βοήθεια…
Μαζεύτηκε κόσμος και όλοι σιγοψιθύριζαν και ρωτούσε ο ένας τον άλλον…
-Δεν το ‘χε μάθει η καημένη… Δεν το ήξερε…


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 5


5
Φορώντας ένα μαύρο πλεκτό μπλουζάκι έφτασε στο σπίτι του Μάρκου. Χτύπησε δυο-τρεις φορές και κοίταξε γύρω…
Έσκυψε και έριξε ένα διπλωμένο χαρτί κάτω από τη πόρτα…
Άκουσε να ανοίγει ένα παράθυρο ακριβώς από πάνω…Κοίταξε…
-Τι κάνεις Κατερίνα μου?…της είπε μια καλοχτενισμένη γυναίκα που πρόβαλε ανάμεσα στα παντζούρια…
-Καλά.. εσύ?
-Τον Μάρκο θέλεις? Δεν είναι μέσα?
-χτυπάω αλλά…
-θα δουλεύει τέτοια ώρα… συλλυπητήρια και για τη γιαγιά σου!!!
-ευχαριστώ Σοφία…
-την κηδέψατε χθες στο χωριό ,ε?
-ναι…
-ζωή σε σας…πες στη μαμά σου θα περάσω να την δω αύριο μεθαύριο…
-ευχαρίστως…
-θέλεις να του πω κάτι?
-όχι…θα ξαναπεράσω αργότερα…σε ευχαριστώ πάντως…
Έβαλε τα χέρια στις τσέπες της φούστας της και κατέβηκε τα σκαλιά, σχεδόν τρέχοντας, ως το δρόμο…


Άφησαν τη μηχανή στην παλιά πύλη του κάστρου… Ανάμεσα στα πεύκα και τα τείχη…
-Από δω και πέρα θα πάμε με τα πόδια…
-Τι είναι εδώ?
-Το κάστρο… Το Νιόκαστρο… Προχώρησε μπροστά και αυτή ακολούθησε…
-Έχουμε και στο νησί κάστρο…
-τέτοιο όχι…δεν ήρθαμε για να δεις τις πολεμίστρες…
-είσαι παράξενος…
-ακολούθησε με..
-μέχρι που?
-εκεί που ερωτεύονται ο ουρανός και η θάλασσα…
-…και οι άνθρωποι…?
Γύρισε και τη κοίταξε…
-…οι άνθρωποι τους ζηλεύουν…
-…τι είναι εκεί…?
-..σου είπα…θα δεις…
-τρέχεις και δεν σε προλαβαίνω…
-κουράστηκες?
-λίγο…
Είχαν ανέβει στα τείχη…Η πόλη φαινόταν στο βάθος , πίσω τους…Εκείνος προχωρούσε μπροστά και εκείνη πιο αργά χάζευε γύρω της…
-Εκεί κάτω θα πάμε… Εκεί είναι ο Έβδομος…
-..ουρανός? …ρώτησε η Μυρτώ χαμογελώντας…
-πες το και έτσι… Το σημείο που σου έλεγα….Εκεί ο ουρανός κάνει τη θάλασσα δικιά του! Και αυτή αφρίζει και βγάζει το πάθος της στα βράχια…
Έμεινε ακίνητη και τον κοιτούσε να πηδάει με μεγάλα βήματα από πολεμίστρα σε πολεμίστρα..
-Έλα…της φώναξε.. Εδώ είναι ο Έβδομος!
Στάθηκαν δίπλα, ανάμεσα στις πέτρες του κάστρου και από μια μισογκρεμισμένη πολεμίστρα της έδειξε το πέλαγος…
-Κοίτα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι σου είναι το Ιόνιο… Και εκείνα τα βράχια είναι η Σφαχτηρία…Όταν πέφτει ο ήλιος είναι που οι άνθρωποι ζηλεύουν… Τότε θάλασσα και ουρανός γίνονται ένα… και ο ήλιος σβήνει σιγά το φως για να μην τους βλέπουμε…Γιατί εκείνη ντρέπεται και κοκκινίζει…
-Μάρκο…
-Μόνο κοίτα…κι αν θες μένουμε μέχρι αργά…να δεις …
-… Γιατί το κάνεις αυτό?
-…Βλέπεις εκεί που σκίζονται οι βράχοι… στο νησί..
-…Μάρκο…
-…λένε ότι αν περάσει από κάτω ένα ζευγάρι η γυναίκα θα κάνει αγόρι… Αν μείνεις θα πάμε με τη βάρκα να το δεις…
-….Γιατί το κάνεις αυτό…
-…Γιατί είσαι εδώ μαζί μου?
Γύρισε τη πλάτη της …
-Μυρτώ μην προσπαθείς να αλλάξεις τη μοίρα σου…και τη μοίρα μου…
-αυτό ακριβώς δεν θέλω να κάνω… η μοίρα μου με θέλει αλλού…και σένα αλλού…Το καταλαβαίνεις…
-…έχουμε μια μοίρα οι δυο μας και τη συναντήσαμε εκείνη τη νύχτα, όταν ήρθαμε κοντά… το κατάλαβα…σε μια στιγμή.. Την ίδια στιγμή που το κατάλαβες και εσύ… και μην το αρνηθείς…
-σε παρακαλώ…
Την αγκάλιασε και τη φίλησε…
Εκείνη κράτησε την ανάσα της, σαν να βούταγε βαθιά στη θάλασσα, μέχρι τον πάτο…
Τα χέρια της άνοιγαν σαν να έψαχναν κάτι να κρατηθούν και να την ανεβάσουν πάλι στην επιφάνεια…
Κρατήθηκε πάνω του και άρχισε να τρέμει…
-τρέμεις? Μυρτώ τρέμεις.. Θεέ μου τρέμεις… Ξέρεις τι σημαίνει αυτό?
-Μη μιλάς…φοβάμαι.. μόνο φίλα με…

Είχε αρχίσει να συννεφιάζει…Φυσούσε δυνατά στο νησί και η Γραμματική κοίταξε από την πόρτα…Δεν είδε τα παιδιά και άρχισε να τα φωνάζει…
-…Θα βρέξει.. Δεν ακούτε που μπουμπουνίζει …Ελάτε μέσα γρήγορα…
Εμφανίστηκαν από το απέναντι στενό.. τρέχοντας.
Μπροστά η μεγάλη, πίσω ο μικρός…τρέχοντας!
-Μαζευτείτε

Μπήκαν στο σπίτι του και εκείνη κοίταζε γύρω φοβισμένη…Εκείνος διακριτικά πήρε από το πάτωμα το φάκελο που είχε αφήσει η Κατερίνα, και τον έβαλε στην πίσω τσέπη του παντελονιού του…
-Εδώ μένεις…
-Μικρό αλλά ότι πρέπει… μόνος είμαι…
-Από πού είσαι?
-Από ένα χωριό της Σπάρτης… Οι δικοί μου εκεί μένουν… Θα πιεις καφέ?
-Δεν ξέρω τίποτα για σένα…
Την πλησίασε και την αγκάλιασε…
-Ρώτα με…Τι θέλεις να μάθεις?
-Ότι νομίζεις ότι πρέπει να ξέρω για αυτές τις δύο μέρες… Άλλωστε θα φύγω…
-….και μετά ούτε σε ξέρω ούτε με ξέρεις…έτσι?
-…..
-Τα είπαμε αυτά…
-Έχεις δίκιο… Θα σου φτιάξω καφέ…
-Να φτιάξω εγώ? Θέλω.
-…αμέ…φτιάξε…
Την έσφιξε στα χέρια του και έφερε το κεφάλι της μπροστά στο πρόσωπο του…
-…ο καφές…
-μπορεί να περιμένει…
-Μάρκο…
-τρελαίνομαι όταν σ’ ακούω να λες το όνομά μου…
Όλα έγιναν γρήγορα… Κόλλησαν οι παλάμες τους , τα χείλη τους και τα κορμιά τους…


Τέτοια βροχή δεν θυμόταν ξανά η Γραμματική…Είχαν ανοίξει οι ουρανοί και οι δρόμοι έγιναν ποτάμια…Το Βουνό κατέβαζε λάσπη και ο αέρας ξερίζωνε δέντρα και έπαιρνε σκεπές…
Κρατούσε τα παιδιά αγκαλιά πάνω στο κρεβάτι της και τους μιλούσε συνέχεια…


Της μιλούσε συνέχεια στο αυτί…Της ψιθύριζε και την φιλούσε …Τα ρούχα τους ήταν πεταμένα στο πάτωμα και η ψυχή της πετούσε…

Η βροχή έμπαινε από τα κεραμίδια όλο και πιο δυνατή…πιο ορμητική…
-Θεέ μου λυπήσου μας…, φώναξε η Γραμματική…Τα παιδιά.. τα παιδιά…
Εκείνα έκλαιγαν και έσφιγγαν τα χέρια τους πάνω στη γιαγιά..
Το νερό έμπαινε από παντού… Μαζί και η λάσπη…

-Σ’ αγαπώ Μυρτώ…Δεν φαντάζεσαι πόσο…
-Φίλα με…μη μιλάς…

-Φοβάμαι γιαγιά…
-σσς…μη φοβάστε…μπόρα είναι θα περάσει…
-η μαμά που είναι?
-θα έρθει αγάπη μου …θα έρθει…


-Μη φύγεις αγάπη μου…σε παρακαλώ…

Η λάσπη μπήκε με ορμή στο σπίτι…Έριξε τον τοίχο και άρχισε να παίρνει μαζί της ότι έβρισκε μπροστά της… Ο χείμαρρος κατάπινε τα πάντα στο χωριό …
Φωνές ακούγονταν παντού…μαζί με τις αστραπές και τις βροντές…
Ούρλιαζε και η Γραμματική..
-Βοήθεια…γειτόνοι… πνιγόμαστε…
Η φωνή της χανόταν στο βουητό του χείμαρρου και της βροχής…
Από τα μάτια της χάθηκε και ο μικρός…
-Αντρέααα… Θεέ μου…
Η λάσπη έπαιρνε μακριά το παιδί και σκέπαζε το κλάμα του…


-Τον μικρό τον λένε Αντρέα…Έχει το όνομα του πατέρα μου…Ζιζάνιο..
Εκείνος κάπνιζε στο κρεβάτι και εκείνη είχε ακουμπήσει στο στήθος του…
-Το κορίτσι σου μοιάζει?
-Άννα τη λένε.. και λένε ότι μου μοιάζει…
-Πανέμορφη θα είναι…

Έσκυψε και τη φίλησε…
Ο έρωτας και ο θάνατος… Οι όροι στο παιχνίδι της ζωής… Η ηδονή και ο πόνος… Οι όροι στο παιχνίδι της μοίρας…
Η λάσπη πήρε τον Ανδρέα μακριά…Δεν άκουγε πια τα ουρλιαχτά της γιαγιάς…
Αγωνιζόταν η Γραμματική να κρατήσει την Άννα κοντά της… Δεν έφτανε ο αγώνας της…ούτε η δύναμη της… Σαν να είχε χέρια ο χείμαρρος και τραβούσε και το κορίτσι μέσα του… Πνιγόταν στο κλάμα και τη λάσπη και προσπαθούσε να αγκαλιάσει τη γριά γυναίκα σφιχτά…αλλά το νερό και το χώμα έμπαιναν στα σωθικά της… Οι λέξεις δεν έβγαιναν και τα μάτια της ανοιχτά κοιτούσαν κατάματα τη γιαγιά… Από το στόμα της έβγαινε λάσπη που είχε τη γεύση του θανάτου…
-Μαμά, φώναξε για μια στιγμή και έκλεισε τα μάτια…τα λασπωμένα…

Έκλεισε τα μάτια της… Εκείνος της χάιδεψε τα μαλλιά…
-Κοιμήσου… και να ξέρεις ότι δεν πρέπει να φοβάσαι τίποτα πια…
-θα φύγω…
-…το ξέρω… πάντα το ήξερα …θα ερχόσουν κάποια στιγμή και μετά θα σε έχανα για πάντα.. Το κατάλαβα ότι ήσουν εσύ…από εκείνο το βράδυ… θα ΄θελα όμως να μπορούσα να σου τάξω και μια και δυο ζωές… δικές σου όλες… δεν έχει όμως ευτυχία στη ζωή να μην τελειώνει.. άλλες γρήγορα άλλες αργά…
-…ήταν γραμμένο να είναι λίγο…
-και μεγάλο Μυρτώ…άκου με… θέλω να σου πω σε μια στιγμή όσα θα σου έλεγα σε μια ζωή… …να σου ορκιστώ και να παλέψω για σένα… να πεθάνω μαζί σου Μυρτώ…αυτό θέλω..
… μόνο κράτησέ με…τώρα… και ύστερα ξέχασέ με…
Γέμισαν δάκρυα τα μάτια της…πήρε το χέρι του και το φίλησε…
Σηκώθηκε και ντύθηκε…
Δεν μίλησαν άλλο… μόνο αντάλλασσαν ματιές βουρκωμένες … Έφυγε τρέχοντας…
Ήταν περασμένα μεσάνυχτα… Η πόλη κοιμόταν σαν να ΄χε πέσει θανατικό…Ερημιά… στους δρόμους και στη ψυχή της… Γύρισε και κοίταξε πίσω της… Το φως στο παράθυρο του ήταν ανοιχτό… Κοίταξε κάτω…Λάσπη.
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ

Παρασκευή 2 Νοεμβρίου 2007

ΘΑΛΑΣΣΕΣ ΚΑΙ ΠΕΛΑΓΗ 4







4
Η μουσική έπαιζε δυνατά…Ο κόσμος που βρισκόταν στην τεράστια αίθουσα φαινόταν περισσότερος στους δυο τεράστιους καθρέφτες με τις βαριές γύψινες κορνίζες! Ένας δεξιά και ένας αριστερά, απέναντι και το Μεγάλο καφενείο φαινόταν ακόμη μεγαλύτερο!
Μόνο στη χρήση θύμιζε καφενείο!
Ακριβή διακόσμηση και γλυπτά στο ψηλό ταβάνι απ’ όπου κρεμόντουσαν δυό τεράστιοι πολυέλαιοι έκαναν το χώρο να μοιάζει με αίθουσα πολυτελούς εστιατορίου !
Στη μέση βρισκόταν η ορχήστρα! Πάνω από δέκα άτομα , ντυμένοι όλοι με τα ίδια κοκκινόμαυρα ρούχα σαν στολές φιλαρμονικής!
Οι σερβιτόροι πήγαιναν και ερχόντουσαν με δίσκους στα χέρια ενώ οι διοργανωτές της χοροεσπερίδας κοιτούσαν δεξιά και αριστερά, μετρούσαν κεφάλια και υπολόγιζαν έσοδα!
Όλοι ντυμένοι με τα καλύτερά τους διάλεγαν τραπέζια και αντάλλασσαν χαιρετισμούς και χαμόγελα!
Μπροστά μπροστά στεκόταν η παρέα του λιμενάρχη! Όλοι με στολές , ομοιόμορφα ντυμένοι!
Μαζί τους η κ Λιμενάρχου , η κόρη της και δυο τρεις άλλες κυρίες!
Στο ίδιο τραπέζι ο διοικητής της χωροφυλακής , οικογενειακώς με 5-6 ένστολα όργανα!
Ο Μάρκος κουβέντιαζε συνεχώς και ψιθυριστά με τον Φίλιππο ενώ οι κυρίες του τραπεζιού γελούσαν δυνατά και σχολίαζαν τις άλλες κυρίες που κατέφθαναν στην αίθουσα …
Το βλέμμα του έπεσε στην είσοδο και έμεινε εκεί…Πάνω της! Δεν το πίστευε, δεν το περίμενε!
Ο Φίλιππος μιλούσε μόνος του πια, οι φωνές και ο θόρυβος έσβησαν και η μουσική έπαιζε μόνο για αυτόν.
Στεκόταν αμήχανη πίσω από τη Ματούλα που την τράβηξε σιγά από το χέρι !
-Σου μιλάω ρε…που κοιτάς?
-…εκεί που πρέπει!
-ποια είναι αυτή?
-αυτή που πρέπει…
-τι έγινε ρε? Έχασα κάτι?
-….εσύ όχι…εγώ ναι!
-τη ξέρεις?
-θα τη μάθω…
-….δεν καταλαβαίνω!
-…στην υγειά σου φίλε!…και σήκωσε το ποτήρι με το κρασί, χαμογελώντας…

Και αυτή τη φορά δεν τον είδε! Προχώρησαν και κάθισαν σε ένα τραπέζι πίσω…Η Ματούλα γελούσε συνέχεια και χαιρετούσε τους πάντες! Ο άντρας της , δάσκαλος, έπιασε όρθιος κουβέντα με κάτι συναδέλφους του και αυτή κοίταζε γύρω της χωρίς να μιλάει!
Ένοιωθε όμορφα και φαινόταν στο πρόσωπό της που έλαμπε…λες και χρόνια είχε να νοιώσει έτσι…
-Ματούλα…σε ευχαριστώ που με κάλεσες…το είχα ανάγκη!
-Να την ακούς τη Ματούλα…και της έσφιξε το χέρι!
Η παρέα είχε μεγαλώσει…Ο δάσκαλος είχε καλέσει δύο συναδέλφους του με τις γυναίκες τους και η κουβέντα είχε ανάψει..
Ο χορός είχε ανάψει…
Εκείνη μιλούσε συνεχώς με τη Ματούλα που δεν έχανε ευκαιρία να πειράζει τους πάντες και να γελάει δυνατά!!!
Την ένοιωσε δικό της άνθρωπο από τη στιγμή που τη σύστησε στην υπόλοιπη παρέα…
-Η κυρία ?..είχαν ρωτήσει …
- Μυρτώ…Φίλη μου!…είχε απαντήσει η Ματούλα και αμέσως της ψιθύρισε…
-…σιγά μην τους δώσουμε λογαριασμό.. κουτσομπόλες είναι…


Την έχανε από τον κόσμο που περνούσε ανάμεσά τους!
Γύριζε το κεφάλι δεξιά και αριστερά και έψαχνε να τη δει… Έπινε συνεχώς και δεν άκουγε κανέναν…Απαντούσε κουνώντας το κεφάλι και χαμογελώντας!
-θα στραβολαιμιάσεις…του είπε κάποια στιγμή αλλά εκείνος δεν άκουσε! Την είδε που ανέβαινε στη πίστα με τη Ματούλα …
Η ορχήστρα έπαιζε …καλαματιανό και όλοι είχαν γίνει ένας κύκλος …
-Πάμε? Τον ρώτησε ο Φίλιππος..
Χαμογέλασε και σηκώθηκε…
Μπήκε στο κύκλο, δίπλα της…
Της έπιασε το χέρι…Έχασε τα βήματα και τη γη κάτω από τα πόδια της!
Της χαμογέλασε αλλά εκείνη δεν ανταπέδωσε…Απλά τον κοίταξε…και έστριψε το κεφάλι προς τη Ματούλα που τραγουδούσε δυνατά…
Ήθελε να φύγει αλλά …ένοιωθε να της κρατάει το χέρι σφιχτά …μέχρι που πόνεσε!
Το τραγούδι της φαινόταν ατέλειωτο…
Έτρεμε και πάγωνε…
-καλησπέρα σας…της είπε…γέρνοντας το κεφάλι προς την μεριά της…
-καλησπέρα…απάντησε, χαμογέλασε τυπικά και αγκαλιάζοντας τη Ματούλα κατέβηκαν από τη πίστα…Το τραγούδι είχε τελειώσει…
Κάθισε στη θέση της και άναψε ένα τσιγάρο…
-Περνάτε καλά? Τη ρώτησε ο δάσκαλος?
-Μια χαρά..
Κάθισε στη θέση του και άναψε τσιγάρο…
-Της μίλησες, σε είδα…είπε ο Φίλιππος.
-μια καλησπέρα είπα…

Τα φώτα χαμήλωσαν…
Το ακορντεόν της ορχήστρας ακουγόταν μόνο σε …ένα παλιό βαλσάκι…
Ζευγάρια ανέβαιναν στη πίστα…
Ο Μάρκος σηκώθηκε και πλησίασε το τραπέζι της…
Τον έβλεπε να πλησιάζει… τρομαγμένη…
Στάθηκε μπροστά της και της πρόβαλλε το χέρι, χωρίς να μιλήσει…
Του έδωσε το δικό της και ήταν σαν να την τράβηξε αλλού…μακριά από όλους…
Σαν ένα φώς να τους σκέπασε από τα μάτια των άλλων …σαν να ήταν μόνο οι δυό τους…
Τα βήματα ήταν αργά και τα πόδια πατούσαν ελαφρά στο πάτωμα . Τύλιξε το χέρι του στη μέση της και η ζωή της στριφογύρισε στο σκοπό του ακορντεόν …Γύριζε.. Γύριζε…Ο κόσμος γύρω της έκανε κύκλους και τα μάτια της βυθίστηκαν στο βλέμμα του…
Δεν ήταν αυτή…Δεν ήταν αυτός…Ήταν δυό άλλοι…Αλλού…Σε άλλο τόπο…Σε άλλο χρόνο…
Ήταν δυό νότες από ένα ακορντεόν που έφευγαν ψηλά ,πάνω από τους ήχους τους γνωστούς…
Πάνω από τα ξένα μάτια και τις ζωές τις κοινές … Δεξιά και αριστερά υπήρχαν οι δυο πολυέλαιοι που άναψαν και πάλι μόνο γι’ αυτούς , για να τυφλώσουν τους ξένους και να σκεπάσουν τη ζωή της με φως… πολύ φως!
Και δυνάμωνε η μουσική…Ένα ακορντεόν , η μεγαλύτερη ορχήστρα …και σκέπαζε φόβους, σκέψεις και χρόνια…



Ξύπνησε στο κρεβάτι της , στο ξενοδοχείο… Η Ματούλα της είχε χτυπήσει τη πόρτα και στεκόταν μπροστά της…
-Είσαι καλύτερα ?
-………., την κοίταξε με απορία…
-…μας φόβισες χθες…Αφού δεν το αντέχεις το ποτό γιατί το πίνεις?
-τι έγινε?
-α.. καλά…σωριάστηκες χάμω μόλις τέλειωσες το χορό… σε μαζεύαμε…
-…σκοτείνιασε το βλέμμα μου! Δεν έβλεπα τίποτα…
Ήθελε να ρωτήσει πολλά.. Να συμπληρώσει τα κενά που είχε στο κεφάλι της…Την πρόλαβε.
-…σε συνεφέραμε και σε φέραμε εδώ…καλά αναστάτωσες όλο το χορό…
-τι ώρα είναι?
-κοντεύει μία, το μεσημέρι…
-να πάω στο λιμεναρχείο…πετάχτηκε πάνω.
-ξάπλωσε …έχει πάει ο άντρας μου…θα γυρίσει σε λίγο…
Κοίταξε το παράθυρο…Δυνατός ο ήλιος έμπαινε στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, ανάμεσα από τις κουρτίνες, και χτυπούσε στο πρόσωπο της Ματούλας… Τις τράβηξε, κλείνοντας τον ήλιο έξω…
-άφησέ τον να μπει…
Άνοιξε τις κουρτίνες διάπλατα χαμογελώντας…
-χαρά θεού είναι η μέρα σήμερα…
-…θα πάω να περπατήσω …
-πιες τον καφέ σου πρώτα, θα κρυώσει…και πας μετά…
Πήρε τον φλιτζάνι από το κομοδίνο, ήπιε μια γουλιά, είπε “ευχαριστώ” και σήκωσε και με τα δυό της χέρια τα μαλλιά… Κοίταξε το ταβάνι και είδε το βλέμμα…
-μέσα στα μάτια σε κοίταζε ο νεαρός…
Την κοίταξε απότομα…
-ποιος…νεαρός?
-ούτε αυτόν δεν θυμάσαι….που σε πήρε και χορέψατε…
-….
-τρόμαξε ο καημένος μόλις σωριάστηκες…σε άρπαξε στα χέρια…έχασε το χρώμα του…πιο άσπρος κι από σένα έγινε! Δεν τον θυμάσαι?
-…ναι…τον… τον θυμάμαι…
-εμ.. είπα κι εγώ ….. μεταξύ μας, ποια γυναίκα θα τον ξέχναγε…; Γέλασε η Ματούλα δυνατά…
-…θα πάω μια βόλτα…να δω τη πόλη…αν δεν έρθει το πλοίο θα πρέπει να φύγω…
-άντε ετοιμάσου και κατέβα… πάω γιατί έχω αφήσει δουλειές μισές…πεινάς?
-..όχι σε ευχαριστώ, θα κατέβω σε λίγο…
-…πέρασε πάντως πρωί πρωί και ρώτησε τι κάνεις…
-ποιος?
-ο Μάρκος ντε…ήταν και με τη στολή, πήγαινε στο λιμεναρχείο…
Είδε στα μάτια της αυτό που κράταγε κρυφό…Τ’ άκουσε και στη φωνή της…
-..καλοσύνη του…
-…πάω γιατί άργησα.. έλα κάτω…
Ένοιωσε ένα φόβο να σφίγγει τη καρδιά της…Στάθηκε ακίνητη, όρθια μπροστά στο κρεβάτι…
Μούδιασε το σώμα της…Τα λόγια της Ματούλας έκρυβαν υπονοούμενα ή έτσι της φάνηκε…
Ντύθηκε και κατέβηκε…


Τους έβαλε τα πιάτα στο τραπέζι και έκοψε ψωμί..
-Να το φάτε όλο…Θα πάω να πάρω τηλέφωνο, να μάθω για τον πατέρα σας και να δω τι κάνει η μάνα σας… Να διαβάσετε μετά…όχι όλο παιχνίδι…
Βγήκε στο δρόμο…ρίχνοντας ένα μαντήλι στο κεφάλι…Δυο δρόμους πιο κάτω ήταν το μπακάλικο…Εκεί ήταν το τηλέφωνο που εξυπηρετούσε όλη τη γειτονιά…
-Γεια σου Γιάννη…
-καλώς τη Γραμματική…
-να πάρουμε να μάθουμε αν ήρθε ο γιος μου στη Πύλο…
-έρχεται ο Μιχαλάκης?
-..εδώ όχι…που… κει κάτω θα φτάσει το καράβι…έχει πάει και η νύφη μου…
Σκούπισε τα χέρια του και πήγε στο τηλέφωνο…
-Με το καλό…Το λιμεναρχείο Πύλου να ζητήσω?
-εσύ ξέρεις…ρώτα αν ήρθε το «Αφροδίτη»…Το δύο…Αφροδίτη δύο, το λένε…
-…κάτσε να μας συνδέσουν πρώτα…
-εσύ ξέρεις…
-ναι…Τάκη! Ο Γιάννης από το κάστρο είμαι…Με συνδέεις με το λιμεναρχείο Πύλου…
…όχι το δικό μας ρε…της Πύλου…της Πύλου…
Στεκόταν δίπλα του και περίμενε όλο αγωνία…Στο στόμα τον κοίταζε…
-….ναι…ναι!!
-Ήρθε?
-Περίμενε ντε…δεν μίλησα ακόμη…ναι…από Χίο καλώ…έχει έρθει η Αφροδίτη, το καράβι?
-Δύο…πέστου…Αφροδίτη δύο! Του καπετάνιου του Μαρή... να καταλάβει…
-Δύο…Αφροδίτη δύο…μη μιλάς δεν ακούω…
-α μάλιστα…μάλιστα…καθόλου? Ευχαριστούμε…Ευχαριστούμε…
-τι έγινε Γιάννη?
-δεν ήρθε…και δεν θα πάει καθόλου…είχε άσχημο καιρό και άλλαξε ρότα …
-….άδικα πήγε η ευλογημένη? Τόσο ταξίδι…στην άλλη άκρη της Ελλάδας…
-…συμβαίνουν αυτά Γραμματική…σημασία έχει να είναι γερός…
-την ευχή μου να έχει…
-μην ανησυχείς…
-…μια κουβέντα είναι…νάσαι καλά…τι χρωστάω?


Συνάντησε το δάσκαλο δυό στενά πιο κάτω…Της είπε τα νέα…
-Σας ευχαριστώ…
-κρίμα βρε κορίτσι μου…άδικος τέτοιος κόπος…
-..συμβαίνουν αυτά δάσκαλε…
-μόνο που δεν είδες τον άντρα σου…
-μόνο που δεν τον είδα…
-είδες τη πόλη μας πάντως και τώρα αν ξανάρθεις θα έχεις και μας…
-αν ξανάρθω…να έρθετε εσείς , όποτε θέλετε στη Χίο…το καλοκαίρι που δεν έχει σχολεία…
-…έχει όμως τουρίστες και το ξενοδοχείο τότε δουλεύει…που πας τώρα?
-θα κάνω μία βόλτα στη παραλία…ότι προλάβω να δω, γιατί θα πρέπει να ετοιμάζομαι…
Χαμογέλασαν και προχώρησαν το δρόμο τους..
Περπάτησε μόνη…
Τον είδε να βγαίνει από μια βάρκα του λιμενικού, στη βασιλική σκάλα, ανάμεσα στους φοίνικες…
Φορούσε τη στολή του και μίλαγε σε κάτι ναύτες αυστηρά…
Στάθηκε ακίνητη λίγα μέτρα πιο πέρα…
Έβγαλε το καπέλο και τη πλησίασε…με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά της…
-Φεύγω…
-Το έμαθες…
-….
-καλά, μπορείς να μείνεις δυο… τρεις…μία μέρα…
-δεν έχω λόγο…
-…εσύ ξέρεις…
Τον κοίταζε και ένοιωθε να τον ήξερε από πάντα… Σαν ο χθεσινός χορός να είχε κρατήσει μια ζωή…
-μη θυμώνεις… δεν έχεις λόγο…
-ούτε εσύ…ούτε εσύ είχες λόγω να μου δώσεις αναφορά… ας έφευγες έτσι… ένας χορός ήταν μόνο!
-Αντίο…
Το χέρι της έμεινε μόνο να περιμένει το δικό του…
Φόρεσε το καπέλο και έφυγε…
Έμεινε εκεί…δίπλα στη θάλασσα… Έσφιξε τα δόντια, αλλά η φωνή βγήκε μόνη της…
-Με λένε Μυρτώ… Μυρτώ…φώναξε δυνατά και οι ναύτες από μια διπλανή βάρκα τη κοίταξαν…
Τα πόδια του καρφώθηκαν… Γύρισε και τη κοίταξε…
Έτρεξε κοντά του…
-γιατί δεν καταλαβαίνεις?
-αυτά που καταλαβαίνω με θυμώνουν…
-δεν μπορούμε Μάρκο…
-εσύ το λες…
-και εσύ το ξέρεις… δεν μπορούμε…
-θέλουμε όμως…
-τι σημασία έχει?
-…μια μέρα σου ζήτησα…μια μέρα!
-…σου φτάνει?
-…και μου περισσεύει..
-..εκεί διαφέρουμε…εμένα δεν μου φτάνει…
-ξέρεις τι λες?
-ξέρω τι θέλω και τι μπορώ…
-μπορούμε…
Δεν μίλησε άλλο…Τον κοίταξε μόνο μια φορά και έκανε ένα βήμα πίσω…
-…μη κάνεις πίσω…κάνε μόνο αυτό που θέλεις
-έχω δύο παιδιά…
-κάνε αυτό που θέλεις…
-φοβάμαι…
-ποιους? Τι?
-εμένα…
-τον κόσμο φοβάσαι…
-και εμένα…
-…μείνε εδώ…θέλω να σου δείξω κάτι…
-….
Έφυγε τρέχοντας προς το λιμεναρχείο…
-περίμενε…, της φώναξε.
Στάθηκε εκεί…
-που πας…?
-θα δεις…ένα λεπτό…
Γύρισε προς τη θάλασσα και άφησε τη ματιά της να φτάσει μακριά…έως τα απέναντι βουνά…
Εκείνος ήρθε γρήγορα με τη μηχανή του…
-Ανέβα…
-που θα πάμε?
-θα δεις…
-πες μου…
-θα δεις κορίτσι μου…
-κορίτσι…εγώ?
-ναι κορίτσι…μου.. ανέβα σου λέω…
Κάθισε στη μηχανή δειλά αλλά χαμογελώντας…Είχε τα πόδια της στη μια πλευρά..
-τι είναι αυτό? Η μηχανή δεν είναι γάιδαρος… Κάθισε κανονικά και πιάσε με από τη μέση…
-πως?
-πάνω στη σέλα κορίτσι μου…κανονικά…και βάλε τα πόδια σου εδώ…
Τον έπιασε από τη μέση και έφυγαν… Έτρεχαν μες στα στενά και εκείνη κρατιόταν καλά πάνω του και έκρυβε το πρόσωπό της στην πλάτη του.


ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ